Η δυναστεία των Πτολεμαίων έδωσε συνέχεια στο όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος επιθυμούσε να γίνει η νεόκτιστη Αλεξάνδρεια το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι της μεσογείου, αλλά και παγκόσμιο πολιτιστικό κέντρο. Η πρωτοβουλία για την ίδρυση μιας οικουμενικής βιβλιοθήκης οφείλεται στον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά πρωτίστως στον Αριστοτέλη ο οποίος του ενέπνευσε την ιδέα της συλλογής όλης της γραπτής και προφορικής παράδοσης σε μια οικουμενική βιβλιοθήκη. Το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε να πραγματοποιείται από τον Πτολεμαίο τον Α’, στην Αλεξάνδρεια, όπου και ιδρύθηκε το μουσείο και η αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. Έτσι άρχισε η συγκέντρωση του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου, ο οποίος ήταν διασκορπισμένος σε πολλές μικρές συλλογές και βιβλιοθήκες. Αποτέλεσε έναν χώρο όπου άνθησαν οι επιστήμες, το πρώτο ίσως αρχαίο πανεπιστήμιο, καθώς και αποθήκη ενός τεράστιου όγκου γνώσεων, ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας, που ως γνωστόν, βέβαια , αργότερα καταστράφηκε.
Εκεί που οι τρεις «αρχαίες» ήπειροι ενώνονται, εκεί που συναντιούνται τα πνεύματα τριών αρχαίων πολιτισμών, μετά από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια φαραωνικού πολιτισμού, μια ελληνική δυναστεία, αυτή των Πτολεμαίων, αποφάσισε και δημιούργησε τον «νέο ομφαλό της γης», τον ομφαλό της γνώσης. Η έναρξη της δημιουργίας της οικουμενικής βιβλιοθήκης έγινε όταν ο Δημήτριος ο Φαληρέας, μαθητής του Αριστοτέλη και σύμβουλος του Πτολεμαίου του Α’, εισηγήθηκε στο φαραώ την ίδρυση ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου με μια παγκόσμια βιβλιοθήκη, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκε ο μεγάλος στρατηλάτης. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά, εκπληρωνόταν το όνειρο και η φιλοσοφία του ίδιου του Αριστοτέλη. Σύντομα έγινε φανερό ότι η πρόθεση των Πτολεμαίων δεν ήταν απλώς η καταγραφή και διατήρηση όλης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής γνώσεως αλλά και η μεταβολή της ελληνικής γλώσσας σε παγκόσμια, καθώς οι σχέσεις και το εμπόριο των Ελλήνων με τους αυτόχθονες λαούς προϋπέθετε τη γλωσσική επικοινωνία. Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε και η ίδρυση μεγάλων πολιτιστικών κέντρων γύρω από τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η μετάφραση των μεγάλων ιστορικών έργων των λαών της ανατολής στην ελληνική γλώσσα.
Έτσι, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιείχε τρεις μεγάλες ενότητες βιβλίων:
Κατά τον Αριστέα, την εποχή του Πτολεμαίου του Β’ (283-247πΧ.) η Βιβλιοθήκη περιείχε 200.000 κυλίνδρους. Στα «Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην» αναφέρεται ότι η Ανακτορική Βιβλιοθήκη περιείχε 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς κυλίνδρους, ενώ ο Αμμιανός υποστήριζε ότι ο πλούτος της βιβλιοθήκης ανερχόταν σε 700.000 κυλίνδρους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι την εποχή εκείνη, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας συγκέντρωνε εκατοντάδες χιλιάδες κυλίνδρους γνώσεως και μάλιστα, αξιολογώντας διάφορες πηγές, ίσως οι 700.000 κύλινδροι να αποτελούν υποεκτίμηση του πραγματικού επιστημονικού έργου της Βιβλιοθήκης!
Στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εργάστηκαν πολύ σπουδαίοι αρχαίοι έλληνες σοφοί, ανάμεσά τους ο Ερατοσθένης, ο Ζηνόδοτος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος, ο Καλλίμαχος κ.α. Το Μουσείο αποτελούσε τμήμα των ανακτόρων. Είχε πολλά διαμερίσματα και λειτουργούσε ως ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στο οποίο έμεναν και εργάζονταν διασημότητες της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο μαθηματικός Ευκλείδης, ο αστρονόμος Αρίσταρχος, ο γεωγράφος Ερατοσθένης και ο ποιητής Θεόκριτος.
Εκτός από τη βιβλιοθήκη, το Μουσείο διέθετε πολλά εργαστήρια, αστεροσκοπείο, βοτανικό και ζωολογικό κήπο καθώς και άνετους ξενώνες για τους φιλοξενούμενους. Η βιβλιοθήκη μετά το θάνατο του ιδρυτή της περιλάμβανε 200.000 τόμους.. Η βιβλιοθήκη είχε και πλούσια εκδοτική δραστηριότητα επειδή της είχε παραχωρηθεί το δικαίωμα να δημιουργεί αντίγραφο για κάθε χειρόγραφο που εμφανίζονταν στην Αίγυπτο. Για το σκοπό είχε ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό αντιγραφέων. Ο διάδοχος Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος την επέκτεινε, διπλασιάζοντας τον αριθμό των τόμων της. Στην περίοδο της ακμής της, επί Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη, γύρω στο 230 π. Χ., ο αριθμός των τόμων είχε ξεπεράσει τις 700.000.
Απαρχή της καταστροφής αποτέλεσε η μεγάλη πυρκαγιά, που προκλήθηκε από την ναυμαχία του Ρωμαϊκού στόλου του Ιουλίου Καίσαρα, με τον Αιγυπτιακό, το 48 π. Χ. Στην ναυμαχία αυτή αναδείχθηκε νικητής ο Ρωμαϊκός στόλος, αλλά ηττημένος αναδείχθηκε όλος ο πολιτισμένος κόσμος με την εξαφάνιση της βιβλιοθήκης και της συσσωρευμένης γνώσης του τότε γνωστού κόσμου. Ένα μεγάλο τμήμα της βιβλιοθήκης καταστράφηκε επίσης, το 47 π. Χ. κατά τον Αλεξανδρινό πόλεμο. Τα απομεινάρια της άλλοτε περήφανης βιβλιοθήκης αποτέλεσαν και πάλι στόχο παγκόσμιων ηγεμόνων, όπως ο Αυρηλιανός, ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Ομάρ ο Α’. Η περίοδος άνθησης της γνώσης είχε τελειώσει και η περίοδος χειραγώγησης των λαών είχε ξεκινήσει. Η βιβλιοθήκη δεν αποτελούσε πια εργαλείο επίτευξης του στόχου των ηγεμόνων. Έτσι οδηγήθηκε στη σταδιακή εγκατάλειψη και σύλησή της. Τα θεμέλιά της ακόμα δεν έχουν βρεθεί.
ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ
Εισαγωγή
Τι συνέβη στη Βασιλική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας; Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ιδρύθηκε από τον Πτολεμαίο Β’ Σωτήρα. Αποτελούσε τμήμα του Μουσείου που βρισκόταν στο βασιλικό ανάκτορο της Αλεξάνδρειας. Αυτή η μεγάλη αρχαία πόλη, που κατέχει ένα μικρό κομμάτι γης στις ακτές της Μεσογείου, ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο κατά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο και έγινε η πρωτεύουσα της τελευταίας δυναστείας των Φαραώ, η οποία καταγόταν από το στρατηγό του Αλεξάνδρου Πτολεμαίο. Η Βασιλική Βιβλιοθήκη, αποτελούσε μέρος του Μουσείου, όμως παραμένει ασαφές αν αποτελούσε ξεχωριστό κτίριο.
Διάφορες ιστορίες για την εξαφάνιση της κυκλοφορούν εδώ και αιώνες και χρονολογούνται τουλάχιστον από τον πρώτο μ.Χ. αιώνα. Διαπιστώνουμε ότι για την καταστροφή ευθύνονται οι τρεις δυνάμεις κατοχής που κυβέρνησαν την Αλεξάνδρεια αφού την έχασαν οιΈλληνες. Θα αναφερθούμε πρώτα στις ιστορίες όπως τις ακούμε σήμερα – χωρίς αναφορές και μερικές σε μεγάλο βαθμό ανακριβείς. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να εξακριβώσουμε ποιός ήταν ο υπαίτιος της καταστροφής της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας.
Οι ύποπτοι είναι ένας ρωμαίος, ένας χριστιανός και τέλος ένας μουσουλμάνος – ο Ιούλιος Καίσαρας, ο πατριάρχης Θεόφιλος της Αλεξάνδρειας και ο Χαλίφης Ομάρ της Δαμασκού. Θα προσπαθήσουμε να φτάσουμε στην πιο αξιόπιστη ιστορία σχετικά με την καταστροφή της βιβλιοθήκης, αναλύοντας την πληθώρα σχετικών πηγών.
Ιούλιος Καίσαρας
Ας δούμε πρώτα την κυρίαρχη ιστορία:
“Λέγεται συχνά ότι οι Ρωμαίοι ήταν πολιτισμένοι, όμως ο πιο διάσημος στρατηγός τους είναι υπεύθυνος για τη μεγαλύτερη πράξη βανδαλισμού της αρχαιότητας. Ο Ιούλιος Καίσαρας επιτέθηκε στην Αλεξάνδρεια, καταδιώκοντας τον μεγαλύτερο αντίπαλο του Πομπήιο, όταν κατάλαβε πως ο Αιγυπτιακός στόλος επρόκειτο να τον αποκόψει. Συνειδητοποιώντας ότι αυτό θα τον αφήνε σε απελπιστικά δύσκολη θέση, έδρασε αποφασιστικά στέλνοντας φλεγόμενα πλοία στο λιμάνι. Το σχέδιο του πέτυχε και ο εχθρικός στόλος σύντομα πήρε φωτιά. Αλλά η φωτιά δεν σταμάτησε στα πλοία. Πέρασε στην αποβάθρα η οποία ήταν γεμάτη με εύφλεκτα υλικά, έτοιμα για εξαγωγή. Κατόπιν εξαπλώθηκε στην πόλη και πριν προλάβει κανείς να τη σταματήσει, πήρε φωτιά η ίδια η Μεγάλη Βιβλιοθήκη με αποτέλεσμα 400.000 ανεκτίμητοι χειρόγραφοι πάπυροι να γίνουν στάχτη. Όσο για τον ίδιο τον Καίσαρα, δεν θεώρησε το γεγονός αυτό αρκετά σημαντικό ώστε να το αναφέρει στα απομνημονεύματά του”.
Ο Ιούλιος Καίσαρας βρισκόταν πράγματι στην Αλεξάνδρεια το 47-48 π.Χ. καταδιώκοντας τον αντίπαλο του Πομπήιο. Ο Καίσαρας κατάφερε να καταλάβει την πόλη χωρίς κανένα πρόβλημα μετά την καταστροφή του Αιγυπτιακού στόλου και διέμενε στο παλάτι με την Κλεοπάτρα, όταν άρχισαν τα προβλήματα. Μερικά από τα πρωτοπαλίκαρα του Φαραώ επιτέθηκαν με μια αρκετά μεγάλη δύναμη και ο Καίσαρας βρέθηκε ξαφνικά κολλημένος σε μια εχθρική πόλη με πολύ λίγες δυνάμεις. Το ότι κέρδισε παρ’ολα αυτά οφείλεται στην τύχη του και τις ηγετικές του ικανότητες. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο αλλά για να διαλευκάνουμε την τύχη της Βασιλικής Βιβλιοθήκης θα πρέπει να εξετάσουμε τις αρχαίες πηγές.
Ιούλιος Καίσαρας – Οι εμφύλιοι πόλεμοι
Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για αυτά τα γεγονότα βρίσκεται στο βιβλίο “Εμφύλιοι πόλεμοι” που γράφτηκε από τον ίδιο τον Ιούλιο Καίσαρα (πέθανε το 44 π.Χ). Σε αυτό εξηγεί πώς έπρεπε να πυρπολήσει τα ναυπηγεία και τον Αλεξανδρινό στόλο για την ασφάλεια του, καθώς βρισκόταν σε δεινή θέση. Δεν κάνει όμως καμία αναφορά στο αν η φωτιά εξαπλωθηκε πέρα από την ακτή και κατέστρεψε και τη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Η αφήγηση στο βιβλίο σταματάει στην έναρξη της εκστρατείας στην Αίγυπτο και η ιστορία συνεχίζεται στο βιβλίο “Αλεξανδρινός πόλεμος”, από έναν από τους υπολοχαγούς του, τον Χίρτιο (πέθανε το 43 π.Χ). Δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά σχετική με την πυρπόληση της Αλεξάνδρειας, αντίθετα αναφέρει πως η πόλη δε μπορούσε να καεί εφόσον ήταν χτισμένη όλη από πέτρα.
Αν και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως δήλωση αθωότητας, αξίζει να πούμε πως ένας λόγος για τον οποίο ανέφερε ότι η Αλεξάνδρεια δε μπορούσε να καεί μπορεί να είναι το ότι ήθελε να αποκρύψει την πράξη του.
Η μεταγενέστερη ιστορία απέδειξε πολλές φορές ότι η Αλεξάνδρεια καίγεται ακριβώς όπως και οποιαδήποτε άλλη πόλη.
Η φωτιά αυτή δεν αναφέρεται ούτε στους Φιλιππικούς του Κικέρωνα εναντίον του συμμάχου του Καίσαρα, Μάρκου Αντώνιου. Αυτό, παρόλο που αποτελεί μια πολύτιμη μαρτυρία για την υπεράσπιση του Καίσαρα, μια που ο Κικέρωνας δε συμπαθούσε καθόλου τον τελευταίο, δεν αποτελεί αδιάσειστο επιχείρημα μια που είναι πολύ πιθανό ο Κικέρωνας να μη γνώριζε όλα όσα συνέβησαν, δεν έκρινε απαραίτητο να αναφέρει το συγκεκριμένο γεγονός ή αναφέρεται σε αυτό σε απόσπασμα των έργων του το οποίο δε σώζεται.
Στράβων – Γεωγραφία
Ο Στράβωνας (πέθανε μετά το 24 μ.Χ) βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια το 20 π.Χ και πουθενά μέσα στις λεπτομερείς περιγραφές του για το παλάτι και το Μουσείο δεν αναφέρει τη βιβλιοθήκη. Η παράλειψη αυτή εξηγείται συχνά από λόγιους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η βιβλιοθήκη βρισκόταν μέσα στο Μουσείο ή ήταν προσαρτημένη σε αυτό. Όμως ακόμη κι αν ήταν έτσι, η σιωπή του Στράβωνα είναι ύποπτη. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η βιβλιοθήκη δεν υπήρχε πλέον αλλά πολιτικοί περιορισμοί επέβαλαν να μην αναφέρεται η τύχη της.
Λίβιος και Φλόρος – Η Επιτομή της Ιστορίας της Ρώμης
Η πρώτη αναφορά της πυρκαγιάς στην Αλεξάνδρεια θα μπορούσε φαινομενικά να προέρχεται από το Λίβιο (πέθανε το 17 μ.Χ) στο έργο του “Η Ιστορία της Ρώμης”. Το βιβλίο στο οποίο είχε συμπεριληφθεί η αναφορά αυτή έχει χαθεί, και οι ‘Περιλήψεις’ που έχουν διασωθεί είναι πολύ σύντομες για να τη περιέχουν.
Ωστόσο, η “Επιτομή” του 2ου αι. που γράφτηκε από το Φλόρο σώθηκε και λέει ότι η φωτιά ξεκίνησε από τον Καίσαρα για να καθαρίσει την περιοχή γύρω από τη θέση του, ώστε ο εχθρός να μην έχει καμία κάλυψη από τα βέλη του στρατού του. Η ίδια η βιβλιοθήκη δεν αναφέρεται από τον Φλόρο, αν και ήταν στην ίδια περιοχή της πόλης που βρισκόταν το παλάτι το οποίο είχε καταλάβει ο Καίσαρας.
Σενέκας – Σχετικά με την ηρεμία του μυαλού
Στην πραγματικότητα ξέρουμε ότι η Βασιλική Βιβλιοθήκη αναφέρεται από το Λίβιο, επειδή αργότερα μνημονεύεται από τον Σενέκα (πέθανε το 65 μ.Χ) στο διάλογο του “Σχετικά με την ηρεμία του μυαλού”, στον οποίο αναφέρει επίσης πως καταστράφηκε μεγάλος αριθμός βιβλίων. Κάποιοι υποστηρίζουν πως ο Σενέκας έχει πάρει όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταστροφή της βιβλιοθήκης από τον Λίβιο, αλλά μια προσεκτική ανάγνωση του διαλόγου δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο.
Ο Σενέκας στην πραγματικότητα το μόνο που αναφέρει είναι ότι ο Λίβιος θεωρούσε τη βιβλιοθήκη ως “το πιο διακεκριμένο επίτευγμα της καλαισθησίας και της μέριμνας των βασιλέων” και αυτό μόνο και μόνο για να μπορέσει να διαφωνήσει.
Πλούταρχος και Δίων Κάσσιος – Η ζωή του Καίσαρος και η Ρωμαϊκή Ιστορία
Ο Πλούταρχος (πέθανε το 120 μ.Χ), στο έργο του “Η ζωή του Καίσαρος” κάνει μια αδιάφορη σχετικά αναφορά στην καταστροφή της βιβλιοθήκης. Ο Πλούταρχος παρόλο που δεν έχει κάτι εναντίον του Καίσαρα, τον επικρίνει με ευχαρίστηση, επομένως θα πρέπει να λάβουμε αυτή την αναφορά στα σοβαρά. Επιπλέον, είχε επισκεφθεί την Αλεξάνδρεια και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε παρατηρήσει εάν η βιβλιοθήκη εξακολουθούσε να υφίσταται.
Ο Δίων Κάσσιος (πέθανε το 235 μ.Χ) μας λέει ότι οι αποθήκες των βιβλίων που βρίσκονταν κοντά τις αποβάθρες κάηκαν τυχαία από τους άνδρες του Καίσαρα. Τα λόγια του δεν είναι ξεκάθαρα και έχουν οδηγήσει ορισμένους μελετητές στο συμπέρασμα ότι καταστράφηκαν μόνο τα βιβλία που προορίζονταν για εξαγωγή.
Αύλος Γέλλιος – Αττικές Νύχτες
Ο Γέλλιος (πέθανε το 180 μ.Χ.), συμπεριέλαβε στις Αττικές Νύχτες ένα σύντομο απόσπασμα σχετικό με βιβλιοθήκες όπου η καταστροφή της Βασιλικής Βιβλιοθήκης αναφέρεται ότι έγινε από ατύχημα κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου των Ρωμαίων κατά της Αλεξάνδρειας, όταν βοηθητικοί στρατιώτες έβαλαν φωτιά. Αυτός ο πρώτος πόλεμος ήταν η εκστρατεία του Καίσαρα και ο δεύτερος ήταν όταν ο Οκταβιανός πήρε την Αίγυπτο από το Μάρκο Αντώνιο και την Κλεοπάτρα. Ο Γέλλιος αναφέρει πως κάηκαν 700.000 βιβλία.
Αμμιανός Μαρκελλίνος και Ορόσιος – Ρωμαϊκή Ιστορία και Ιστορία κατά των ειδωλολατρών
Ένας από τους τελευταίους ειδωλολάτρες Ρωμαίους ιστορικούς, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (πέθανε το 395 μ.Χ.), μας λέει για την τύχη της βιβλιοθήκης γράφοντας για την πόλη της Αλεξάνδρειας στη “Ρωμαϊκή Ιστορία” του. Αναφέρει ότι το γεγονός πως η πυρκαγιά ξεκίνησε από τον Ιούλιο Καίσαρα αποτελεί την “ομόφωνη άποψη των αρχαίων συγγραφέων”, αλλά συγχέει το κτίριο της βιβλιοθήκης με το Σεράπειο και αυξάνει τον αριθμό των παπύρων που καταστράφηκαν σε 700.000 (ίσως η πηγή του είναι ο Γέλλιος).
Η ιστορία επαναλαμβάνεται από τον Ορόσιο, έναν πρώιμο χριστιανό ιστορικό (πέθανε μετά το 415 μ.Χ.), ο οποίος αναφέρει στην “Ιστορία κατά των ειδωλολατρών” πως οι κατεστραμμένοι πάπυροι αριθμούσαν τους 400.000.
Και οι δύο αυτοί συγγραφείς είναι πολύ μεταγενέστεροι για να αποτελούν ακριβείς πηγές από μόνοι τους, όμως μας λένε ότι από τον τέταρτο αιώνα πιστεύονταν ευρέως οτι η Βασιλική Βιβλιοθήκη είχε καταστραφεί από τον Ιούλιο Καίσαρα. Θα τους ξαναδούμε παρακάτω σε σχέση με την καταστροφή του Σεράπειου, που συνέβη στα δικά τους χρόνια.
Συγκεντρώνοντας τις παραπάνω πηγές, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής:
* Οι πρώτες περιγραφές τoυ Αλεξανδρινoύ Πολέμου, γραμμένες είτε από τον Καίσαρα είτε από τους στενούς φίλους του, καλύπτουν εσκεμμένα οτιδήποτε αντανακλά άσχημα πάνω στον σπουδαίο άνδρα. Δεν αποτελεί συνεπώς έκπληξη η σιωπή τους για τον εμπρησμό της μεγαλύτερης βιβλιοθήκης του κόσμου, ακόμα και αν συνέβη τυχαία.
* Η βιβλιοθήκη δεν υπήρχε ως ξεχωριστό κτίριο την εποχή της επίσκεψης του Στράβωνα το 20 π.Χ.
* Η πεποίθηση ότι Καίσαρας είχε καταστρέψει τη βιβλιοθήκη ήταν διαδεδομένη από την εποχή που η οικογένεια του έπαψε να κατέχει τον αυτοκρατορικό θρόνο στα τέλη του πρώτου μ.Χ. αιώνα. Ο Πλούταρχος, ο Γέλλιος και ο Σενέκας αποτελούν την απόδειξη γι’ αυτό. Πρέπει επομένως να υποθέσουμε ότι η βιβλιοθήκη δεν υπήρχε τότε. Ο Πλούταρχος ιδιαίτερα, ως Έλληνας, σίγουρα θα ήξερε εάν υπήρχε.
Μπορεί τα αναγνωστήρια, τα οποία αποτελούσαν μέρος του Μουσείου, να επέζησαν, όμως όπως μας λένε όλες οι πηγές, τα βιβλία κάηκαν από τον Ιούλιο Καίσαρα.
Θεόφιλος
Και πάλι, ας δούμε πρώτα την κυρίαρχη ιστορία:
Ο Θεόφιλος, ο Πατριάρχης της Αλεξανδρείας, είναι επίσης και ο προστάτης άγιος των εμπρηστών. Καθώς ο Χριστιανισμός στραγγάλιζε σιγά-σιγά τον κλασικό πολιτισμό, τον τέταρτο αιώνα ήταν πολύ δύσκολο να είναι κανείς ειδωλολάτρης. Στην Αλεξάνδρεια βρισκόταν ο μεγάλος ναός του Σέραπι, που ονομαζόταν Σεράπειο και κολλητά σε αυτό ήταν η Μεγάλη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, όπου διατηρούνταν όλη η σοφία των αρχαίων.
Ο Θεόφιλος ήξερε ότι όσο υπήρχε αυτή η γνώση, οι άνθρωποι θα έτειναν λιγότερο να πιστέψουν στην Αγία Γραφή, έτσι ξεκίνησε να καταστρέψει όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς. Αλλά το Σεράπειο ήταν ένα τεράστιο κτίσμα, πάνω σε ανάχωμα και πέρα από τις ικανότητες των μαινόμενων χριστιανών φανατικών να το πλήξουν. Ο Πατριάρχης λοιπόν επικοινώνησε με τη Ρώμη. Από εκεί, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Μέγας, ο οποίος είχε διατάξει την εξολόθρευση του παγανισμού, έδωσε την άδειά του για την καταστροφή του Σεραπείου. Συνειδητοποιώντας πως δεν θα είχαν καμία τύχη, οι ιερείς και οι ιέρειες εγκατέλειψαν το ναό τους στα νύχια του όχλου ο οποίος εισέβαλε σε αυτόν με αποτέλεσμα το οικοδόμημα να καταστραφεί συθέμελα και τα χειρόγραφα να καούν σε τεράστιες πυρές στους δρόμους της Αλεξάνδρειας.
Ο Θεόφιλος ήταν πράγματι ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας την εποχή που το Σεράπειο είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία αλλά ο ίδιος ποτέ δεν έγινε άγιος. Η ημερομηνία που δίνεται συνήθως για τα γεγονότα είναι το 391 μ.Χ., όταν ήταν αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος, ο οποίος “προσηλύτιζε” τους υπηκόους του στο Χριστιανισμό με μεγάλο ζήλο. Η αντιδικία που υπάρχει εδώ είναι ότι υπήρχε και μια άλλη βιβλιοθήκη στο Σεράπειο και ήταν αυτή που κατέστρεψε ο όχλος των χριστιανών κατά τη λεηλασία του ναού. Πρέπει επομένως να διαπιστώσουμε εάν όντως υπήρχε ακόμη μία βιβλιοθήκη εκεί και επίσης αν όντως την κατέστρεψε ο Θεόφιλος.
Ο ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΣΤΟ ΣΕΡΑΠΕΙΟΝ.
Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προέρχεται από το 1780 περίπου και είναι αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ Γκίμπον ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης από τον Γκίμπον ενάντια στον Xριστιανισμό, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα και είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα στο οποίο υπερασπίζει τους Άραβες:
«Αν όμως, οι ογκώδεις τόμοι των διχογνωμιστών, αρειανών και μονοφυσιτών, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για τη θέρμανση των δημόσιων λουτρών, ο φιλόσοφος θα παραδεχτεί χαμογελώντας ότι εντέλει θυσιάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητας»
Τα χρόνια που μεσολάβησαν
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, οι πηγές δεν αναφέρουν τίποτα για τη βιβλιοθήκη. Ωστόσο, η Αλεξάνδρεια παρέμεινε το κέντρο των επιστημών ενώ υπήρχαν και άλλες βιβλιοθήκες. Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος ίδρυσε την επώνυμη Κλαυδιανή βιβλιοθήκη ως κέντρο ιστορικών μελετών και ο Αδριανός ίδρυσε μια βιβλιοθήκη στο ναό του Καίσαρα κατά την επίσκεψή του στην Αλεξάνδρεια. Ο δε Πλούταρχος μας πληροφορεί ότι ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε στην Κλεοπάτρα ως δώρο όλο το περιεχόμενο – περίπου 200.000 πάπυροι – της βιβλιοθήκης της Περγάμου.
Ο Ιωάννης Τζέτζης, βυζαντινολόγος του 12ου αιώνα, στα “Προλεγόμενα στον Αριστοφάνη” δίνει κάποιες λεπτομέρειες σχετικά με τον κατάλογο του ποιητή Καλλίμαχου (πέθανε μετά το 250π.Χ), ο οποίος είπε ότι υπήρχαν περίπου 500.000 πάπυροι στη Βασιλική Βιβλιοθήκη και άλλοι 42.000 περίπου στην εξωτερική ή δημόσια βιβλιοθήκη.
Ο Καλλίμαχος είναι γνωστός ως προς τις αναφορές του στη βιβλιοθήκη του Σεραπείου αν και συχνά οι αναφορές αυτές διεξάγονται συμπερασματικά.
Ο Επίσκοπος Επιφάνιος της Κύπρου (πέθανε το 402 μ.Χ.) στο έργο του “Μέτρα και Σταθμά” (μια ερμηνεία της βίβλου) αναφέρει ότι υπήρχαν πάνω από 50.000 τόμοι στη “θυγατρική” βιβλιοθήκη την οποία τοποθετεί στο Σεράπειο. Οι προηγούμενες παρατηρήσεις μας σχετικά με τους αριθμούς εφαρμόζονται πλήρως εδώ αν και θα ήταν δίκαιο να πούμε ότι υπήρχαν πολλοί λιγότεροι πάπυροι στη θυγατρική από ότι στη Βασιλική Βιβλιοθήκη.
Παρά τη συνέχιση της ακαδημαϊκής δραστηριότητας, η Αλεξάνδρεια υπέστη πολλά μέχρι το 391 μ.Χ. Ο Αύγουστος την υποβάθμισε, ο Καρακάλλας κατέσφαξε πολλούς από τους πολίτες της ως αντίποινα προσβολής που θεώρησε ο ίδιος ότι έγινε στο πρόσωπο του και ο Αυρήλιος επίσης λεηλάτησε την πόλη και το παλάτι στο οποίο βρισκόταν το Μουσείο. Τέλος, η πόλη καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το Διοκλητιανό στις αρχές του τετάρτου αιώνα.
Αμμιανός Μαρκελλίνος – Ρωμαϊκή Ιστορία
Στην Ρωμαϊκή Ιστορία, ο Αμμιανός υμνεί το Σεράπειο αλλά στη συνέχεια τα συγχέει λίγο και λέει ότι οι βιβλιοθήκες που βρίσκονταν σε αυτό ήταν εκείνες που κάηκαν από τον Καίσαρα κατά τον Αλεξανδρινό πόλεμο. Το σημείο αυτό είναι σημαντικό, επειδή ο Αμμιανός είχε επισκεφθεί την Αλεξάνδρεια, όμως παρόλα αυτά λέει πως “στο Σεράπειο υπήρξαν πολύτιμες βιβλιοθήκες” σε συντελεσμένο χρόνο. Αυτό ήταν πριν το 391 μ.Χ., όταν ο Θεόφιλος και η συμμορία του άρχισαν το “έργο” τους και υποδηλώνει με έμφαση ότι δεν υπήρχαν βιβλία στο ναό κατά τη στιγμή της καταστροφής του.
Ρουφίνος Τυράννιος – Εκκλησιαστική Ιστορία
Η πρώτη περιγραφή για τη λεηλασία του Σεραπείου ήταν σίγουρα αυτή του Σωφρονίου Α’, ενός χριστιανού λόγιου, γνωστού από το έργο του “Σχετικά με την ανατροπή του Σέραπι” που έχει χαθεί. Ο Ρουφίνος (πέθανε το 410 μ.Χ.) ήταν ένας Λατίνος ορθόδοξος χριστιανός που πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στην Αλεξάνδρεια. Έφτασε σε αυτήν το 372 μ.Χ. και μολονότι δε γνωρίζουμε αν ήταν ή όχι παρών κατά την καταστροφή του Σεραπείου, ήταν σίγουρα εκεί την ίδια περίπου χρονική περίοδο.
Έκανε μια μάλλον ελεύθερη μετάφραση της Ιστορίας της Εκκλησίας του Ευσέβιου στα λατινικά και στη συνέχεια, πρόσθεσε σε αυτή τα δικά του βιβλία X και XI, συνεχίζοντας την αφήγηση μέχρι τη δική του εποχή. το βιβλίο ΧΙ αποτελεί την καλύτερη πηγή για τα γεγονότα στο Σεράπειο, τα οποία περιγράφει λεπτομερώς. Η αναφορά του σχετικά με τον αριθμό των βιβλίων συμφωνεί σε μεγάλο βαθμό με αυτή που δίνεται παραπάνω. Φαίνεται να εκφράζει τη λύπη του για την καταστροφή του Σεραπείου αλλά θέτει ξεκάθαρα την ευθύνη στους ειδωλολάτρες που υποκίνησαν τον όχλο των χριστιανών.
Ευνάπιος – Βίοι φιλοσόφων
Ο ειδωλολάτρης συγγραφέας Ευνάπιος από την Αντιόχεια (πέθανε μετά το 400 μ.Χ) συμπεριέλαβε τη λεηλασία του Σεραπείου στο βιβλίο του “Βίος Αντωνίου” ο οποίος, πριν πεθάνει το 390 μ.Χ, είχε προφητέψει ότι όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί της Αλεξάνδρειας θα καταστρέφονταν. Εκτός από το ότι ήταν ειδωλολάτρης, ο Ευνάπιος ήταν έντονα αντιχριστιανός και κατέβαλε κάθε προσπάθεια να κάνει τον Θεόφιλο και τους οπαδούς του να φαίνονται όσο το δυνατόν ανόητοι. Η αφήγηση του είναι γεμάτη δηλητήριο και σαρκασμό καθώς περιγράφει τη λεηλασία του ναού ως μάχη δίχως εχθρό. Συνεπώς, αν είχε καταστραφεί η μεγάλη βιβλιοθήκη τότε ο Ευνάπιος σίγουρα θα το είχε αναφέρει. Όμως δεν το κάνει.
Σωκράτης ο Σχολαστικός, Ερμίας και Θεοδώρητος
Ο Σωκράτης ο Σχολαστικός (πέθανε μετά το 450 μ.χ) έγραψε επίσης ένα βιβλίο με τίτλο “Ιστορία της Εκκλησίας” ως συνέχεια αυτή του Ευσέβιου. Ήταν πιο λεπτομερής και γραμμένη στα ελληνικά. Περιέχει ένα κεφάλαιο σχετικά με την καταστροφή του Σεραπείου στο οποίο καταθέτει ότι η πράξη διατάχθηκε από τον αυτοκράτορα, ότι το κτίριο κατεδαφίστηκε και ότι μετατράπηκε αργότερα σε εκκλησία. Και πάλι όμως δεν γίνεται καμία αναφορά στα βιβλία που θα μπορούσαν να βρίσκονται στο Σεράπειο ή τι μπορούσε να έχει συμβεί σε αυτά.Το κείμενο του σχετικά με τα ιερογλυφικά σε σχήμα σταυρού που βρέθηκαν στο ιερό μας δίνει μια ιδέα για το πώς ο Χριστιανισμός μετέτρεπε διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα προς όφελός του.
Οι ιστορίες του Ερμία (πέθανε το 443 μ.Χ.) και του Θεοδώρητου (πέθανε μετά το 457 μ.Χ.) καλύπτουν μια παρόμοια περίοδο. Παρά την ικανοποίηση τους να εκθέσουν λεπτομερώς την καταστροφή του Σεραπείου, δεν αναφέρουν καθόλου τα βιβλία αν και ο Θεοδώρητος λέει ότι κάηκαν τα ξύλινα είδωλα του Σέραπι. Και οι δύο αυτές ιστορίες εξαρτώνται άμεσα από αυτή του Σωκράτη του Σχολαστικού, όμως περιλαμβάνουν στοιχεία και από άλλες πηγές.
Ορόσιος – Ιστορία κατά των ειδωλολατρών
Ο Ορόσιος (πέθανε μετά από το 415 μ.Χ.) ήταν φίλος του Αγίου Αυγουστίνου και έγραψε την Ιστορία κατά των ειδωλολατρών, η οποίαείχε στόχο να δώσει κακή εικόνα σε οτιδήποτε μη-χριστιανικό. Έτσι, ως ιστορικός είναι άχρηστος αλλά στην αναφορά του για τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη λέει κάτι που ξεφεύγει από τη συνηθισμένη του μεροληψία, υποδηλώνοντας πως οι χριστιανοί έκαναν κάτι που ήταν λάθος. Διαβάζουμε: “… υπάρχουν στους ναούς κιβώτια με βιβλία που εμείς οι ίδιοι έχουμε δει και όταν λεηλατήθηκαν τα ιερά αυτά, μας λένε, εκκενώθηκαν από δικούς μας ανθρώπους στη δική μας εποχή.” Η δήλωσή του ότι δεν υπήρχε άλλη σημαντική βιβλιοθήκη στην Αλεξάνδρεια κατά την εκστρατεία του Καίσαρα είναι ενδιαφέρουσα και πηγαίνει αντίθετα με την ύπαρξη μιας βιβλιοθήκης μέσα στο Σεράπειο εκείνη την εποχή. Ωστόσο, ο Ορόσιος αποτελεί πολύ μεταγενέστερη πηγή ώστε να φέρει βάρος σε αυτό το θέμα.
Στο μνημειώδες έργο του Edward Gibbon “η Παρακμή και η Πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας” συναντάμε τις πρώτες αναφορές για την καταστροφή της Μεγάλης Βιβλιοθήκης από τους χριστιανούς. Η ιστορία αυτή έγινε δημοφιλής από τον Carl Sagan που την συμπεριλαμβάνει στο Cosmos. Εκεί αναφέρει και τη δολοφονία της φιλοσόφου Υπατίας . Η δράση της Υπατίας θεωρήθηκε επικίνδυνη για την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Έτσι, σταδιακά καλλιεργήθηκε κλίμα εναντίον της που οδήγησε στη βίαιη δολοφονία της από ομάδες φανατικών μοναχών. Παρότι η ίδια είχε πολλούς φίλους χριστιανούς, προτίμησε να μείνει πιστή στις αρχαιοελληνικές παραδόσεις.
Ο φόνος της Υπατίας περιγράφεται στα γραπτά του χριστιανού ιστορικού Σωκράτη του Σχολαστικού:
“Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της. Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γινόταν φίλοι. Με λίγα λόγια, ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν.”
Ηθικός αυτουργός θεωρήθηκε ο επίσκοπος της Αλεξάνδρειας, Κύριλλος, ο οποίος είχε έρθει σε μεγάλη αντίθεση με τον Ρωμαίο Κυβερνήτη της Αιγύπτου και φιλικά διακείμενου προς την Υπατία, Ορέστη.
Χαλίφης Ομάρ
Η ιστορία σύμφωνα με το θρύλο:
Οι μουσουλμάνοι εισέβαλαν στην Αίγυπτο κατά τον έβδομο αιώνα, καθώς ο φανατισμός τους, τους οδηγούσε σε κατακτήσεις οι οποίες θα σχημάτιζαν μια αυτοκρατορία που θα εκτεινόταν από την Ισπανία έως την Ινδία. Η Αίγυπτος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου και οι ντόπιοι βρήκαν την εξουσία του Χαλίφη πιο ανεκτική από εκείνη των Βυζαντινών πριν από αυτόν. Ωστόσο, όταν ένας Χριστιανός που ονομαζόταν Ιωάννης ενημέρωσε τον τοπικό Άραβα στρατηγό ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια μια μεγάλη βιβλιοθήκη η οποία κρατούσε όλες τις γνώσεις του κόσμου, αυτός αναστατώθηκε. Τελικά έστειλε μήνυμα στη Μέκκα από όπου ο Χαλίφης Ομάρ διέταξε πως όλα τα βιβλία στη βιβλιοθήκη θα έπρέπε να καταστραφούν, επειδή, όπως είπε “είτε θα αντικρούουν το Κοράνι, και στην περίπτωση αυτή θα είναι αιρετικά, είτε θα συμφωνούν με αυτό, οπότε θα είναι περιττά”.
Ως εκ τούτου, όλα τα βιβλία και οι πάπυροι της βιβλιοθήκης δόθηκαν ως καύσιμο στα λουτρά της πόλης. Τόσο τεράστιος ήταν ο όγκος της βιβλιογραφίας ώστε χρειάστηκαν έξι μήνες για να απανθρακωθούν θερμαίνοντας τις σάουνες των κατακτητών.
Ο επικεφαλής των Μουσουλμανικών δυνάμεων ο οποίος κατέλαβε την Αίγυπτο το 640 μ.Χ. ονομαζόταν ‘Amr και ήταν αυτός που υποτίθεται ότι ρώτησε τον Ομάρ τι να κάνει με την περίφημη βιβλιοθήκη που βρέθηκε υπό τον έλεγχο του.
Λίγες μόνο πηγές χρειάζεται να εξετάσουμε και είναι πολύ μεταγενέστερες. Η πρώτη προέρχεται από το 12ο αιώνα και είναι γραμμένη από τον Abd al Latif (πέθανε το 1231) ο οποίος, στο βιβλίο “Απολογισμός της Αιγύπτου”, καθώς περιγράφει την Αλεξάνδρεια, αναφέρει τα ερείπια του Σεραπείου. Τα προβλήματα με αυτό ως ιστορικό ντοκουμέντο, είναι τεράστια και ανυπέρβλητα, καθώς παραδέχεται ότι η πηγή των πληροφοριών του προέρχεται από φήμες.
Το δέκατο τρίτο αιώνα ο μεγάλος Ιακωβίτης χριστιανός Επίσκοπος Γρηγόριος Μπαρ (Hebræus-πέθανε το 1286), που ονομάζεται Abû ‘l Faraj στα αραβικά, ξεκαθαρίζει την ιστορία και περιλαμβάνει το περίφημο επίγραμμα από το Κοράνι. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο σχετικό με το πού βρήκε την ιστορία, αλλά φαίνεται ότι πρόκειται για μια ιστορία που έκανε το γύρο μεταξύ των Χριστιανών που ζούσαν κάτω από την κυριαρχία των μουσουλμάνων.
Ο Γρηγόριος κατέγραψε άφθονες παρατραβηγμένες ιστορίες σχετικά με οιωνούς και τερατουργήματα έτσι θα πρέπει αυτή η ιστορία να αντιμετωπιστεί με καχυποψία.
Στο βιβλίο “Η Εξαφανισμένη Βιβλιοθήκη”, ο Canfora αναφέρει ένα Συριακό χειρόγραφο που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, του François Nau. Γράφτηκε από έναν χριστιανό μοναχό τον ένατο αιώνα και περιγράφει με λεπτομέρειες τη συνομιλία μεταξύ του Ιωάννη και του Χαλίφη Ομάρ.Στη γαλλική μετάφραση του βιβλίου αυτού όμως δεν υπάρχει αναφορά σε καμία βιβλιοθήκη και φαίνεται να αποτελεί παράδειγμα θεολογικού διαλόγου μεταξύ δύο ατόμων. Με άλλα λόγια, δεν είναι ιστορικό και ούτε αξιώνεται ως τέτοιο.
Τα σφάλματα στις πηγές είναι προφανή και η ίδια η ιστορία είναι σχεδόν εντελώς απίστευτη. Κατ ‘αρχάς,ο Γρηγόριος Μπαρ εκπροσωπεί το χριστιανό στην ιστορία του, δηλαδή κάποιον Ιωάννη από το Βυζάντιο, ο οποίος ήταν νεκρός την εποχή της μουσουλμανικής εισβολής. Επίσης, το ότι η βιβλιοθήκη έκανε έξι μήνες για να καεί είναι απλά φαντασία και το είδος της υπερβολής που μπορεί να περιμένει κανείς από τους αραβικούς θρύλους όπως οι “Αραβικές Νύχτες”.Ωστόσο, η διάσημη παρατήρηση του Alfred Butler, ότι τα βιβλία της βιβλιοθήκης ήταν φτιαγμένα από περγαμηνή, η οποία είναι υλικό που δεν καίγεται, δεν είναι αλήθεια. Οι πολύ μεταγενέστερες πηγές είναι ύποπτες, καθώς δεν υπάρχει ίχνος αυτής της θηριωδίας σε καμία προγενέστερη λογοτεχνία – ακόμη και στο Κοπτικό Χριστιανικό χρονικό του Ιωάννη Νικίου (πέθανε το 640 μ.Χ.) ο οποίος κατέγραψε την Αραβική εισβολή.Τέλος, η ιστορία προέρχεται από έναν χριστιανό διανοούμενο ο οποίος ήταν πολύ πρόθυμος να κακολογήσει τη μουσουλμανική θρησκεία. Εδώ ίσως Θα πρέπει λοιπόν να την απορρίψουμε ως θρύλο.
Άρθρο Δώρα Σπυρίδου
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
‘Οταν το 325 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος θεμελίωσε την Αλεξάνδρεια στην τοποθεσία της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ρακώτις, ίσως να σκεφτόταν ότι αυτή η πόλη θα γινόταν μεγάλο και ξακουστό εμπορικό κέντρο, λόγω του θαυμαστού λιμανιού, που κατασκεύασαν οι μηχανικοί Διάδης και Χαρίας, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Δεινοκράτη. Και πράγματι, την εποχή εκείνη δεν υπήρχε κατάλληλο μέρος που να προσφέρεται για λιμάνι, έτσι ώστε τα καράβια να αράζουν άφοβα. Ήταν αναγκασμένα να μπαίνουν στο Νείλο, όπου και διεκπεραιώνονταν οι κάθε είδους συναλλαγές με τους Αιγυπτίους. Γι’ αυτό και το μεγαλοπρεπές λιμάνι της ήταν η βασική προϋπόθεση για την εξέλιξη της στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου. Τα όρια της Αλεξάνδρειας σχεδίασε ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εμπνευστής του φιλόδοξου ονείρου μιας πόλης με επιβλητικά ανάκτορα, πολυτελέστατα κτίρια, περίτεχνους ναούς και πολλούς πνεύμονες πράσινου. Ο Έλληνας στρατηλάτης επέλεξε το παραλληλόγραμμο σχήμα της μακεδόνικης χλαμύδας με όρια τη λίμνη Μαρώτις στο νότο και τον Κανωπικό Βραχίονα. Ο αρχιτέκτονας Δεινοκράτης ο Ρόδιος ανέλαβε την πολεοδόμηση και την ανέγερση των βασιλικών κτιρίων, κατασκευάζοντας μια πόλη-πρότυπο για την εποχή εκείνη. Τη χώρισε σε πέντε περιφέρειες, που ενώνονταν με φαρδιούς δρόμους, ενώ σε όλο το μήκος των δύο κεντρικών λεωφόρων, 22 μέτρα πλάτος η καθεμιά, υπήρχαν στοές. Σημεία αναφοράς για τον επισκέπτη ήταν τα ανάκτορα, το θέατρο, η αγορά, ο ναύσταθμος με τις τεράστιες αποθήκες, οι βασιλικοί κήποι, το Μουσείο, το Σώμα, όπου για πολλούς βρισκόταν θαμμένος ο Μέγας Αλέξανδρος, αλλά και η Βιβλιοθήκη και ο Φάρος. Τέλος, όλη η πόλη περιτειχιζόταν από ψηλά και πλατιά τείχη με πολλούς πυργίσκους. Σε αυτή τη νεόχτιστη πόλη, λοιπόν, άρχισαν να συρρέουν χιλιάδες πολίτες, αναζητώντας καλύτερη τύχη.
Όταν πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος, ο στρατηγός του Πτολεμαίος του Λαγού έγινε βασιλιάς της Αιγύπτου κι εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, ανακηρύσσοντας την πρωτεύουσα του βασιλείου του. Με τον Πτολεμαίο Α’ του Λαγού άρχισε η δυναστεία των Λαγίδων (305-30 π.Χ.). Ο Πτολεμαίος ο Α’ εκτός αττό καλός στρατιωτικός ήταν και ένας ευφυής κι οξυδερκής ηγέτης με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες. Έτσι μόλις εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια, άρχισε να προσκαλεί από διάφορα μέρη του ελληνικού κόσμου φιλοσόφους και προσωπικότητες των ιεχνών. Ανάμεσα σε αυτούς που δέχθηκαν την πρόσκληση του ήταν ο Ευκλείδης, ο Στράτωνας, ο Δημήτριος ο Φαληρέας, ο Φίλητας ο Κώος κ.ά. Μαζί με αυτούς όμως άρχισε να καιαφτάνει και πλήθος κόσμου από διάφορα μέρη της Γης, κι έτσι η Αλεξάνδρεια μεταβλήθηκε σ’ ένα πολυεθνικό και πολύμορφο παζλ από Πέρσες, Φοίνικες, Λίβυους, ακόμα και Ινδούς! Ωστόσο, οι πολυπληθέστερες κοινότητες ήταν αυτές των Ελλήνων, των Αιγυπτίων και των Εβραίων. Ο Πτολεμαίος, για να μπορέσει να επιβληθεί σε αυτό το ανομοιογενές πλήθος των υπηκόων του, «δημιούργησε» με τη βοήθεια δύο μεγάλων μυστών των αιγυπτιακών και ελληνικών μυστηρίων, του Έλληνα Τιμόθεου ίου Αθηναίου και του Αιγυπτίου Μανέθωνα, ένα νέο θεό, τον Σέραπη, που ουσιαστικά ήταν ένωση του Αιγυπτίου Όσιρη και του Έλληνα Διόνυσου ή Πλούτωνα. Έλληνες και Αιγύπτιοι δέχθηκαν το νέο θεό και ανήγειραν προς τιμήν του ένα μεγαλοπρεπή ναό, το Σεραπείο, στον αιγυπτιακό τομέα της πόλης.
Ο φιλόσοφος και πολιτικός Δημήτριος ο Φαληρέας (350-283 π.Χ.), βλέποντας τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις που επέφερε η ραγδαία επέλαση των μακεδονικών φαλαγγών στις αχανείς εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας, έπλασε ένα όνειρο που είχε σχέση με την ανάδειξη του ελληνικού πνεύματος σε παγκόσμια κλίμακα. Αν και από τούς ιστορικούς αυτή η φωτισμένη μορφή αναφέρεται ως «αποτυχημένη πολιτικά», ο Δημήτριος ήταν εκείνος που κατάφερε να πείσει με τις προτροπές του τον Πτολεμαίο Α’ να δημιουργήσει στην Αλεξάνδρεια μια σχολή και μια βιβλιοθήκη, όπου δα συγκεντρώνονταν όλα τα βιβλία του τότε γνωστού κόσμου. Αν και υπήρχαν βιβλιοθήκες (με την έννοια ότι σε κάποιο κτίριο βρισκόταν ένας αριθμός βιβλίων), ήταν συνήθως υπό την επίβλεψη ιερέων του εκάστοτε θρησκευτικού δόγματος της περιοχής. Αν κάποιος ήθελε να τις χρησιμοποιήσει, έπρεπε ή να ήταν μυημένος στο αντίστοιχο δόγμα ή να ήταν στέλεχος του ιερατείου, αφού αυτές δεν λειτουργούσαν ως πηγές γνώσης και μελέτης για το κοινό, αλλά ως ιερατικά μυσταγωγικά κέντρα. Το ίδιο συνέβαινε και με τις σχολές, όπως για παράδειγμα στην Αθήνα, όπου ήδη λειτουργούσαν η Ακαδημία του Πλάτωνα και το Λύκειο του Αριστοτέλη, που όμως δεν είχαν ερευνητικό χαρακτήρα, αλλά καθαρά φιλοσοφικό, και οι βιβλιοθήκες τους ήταν μικρές, αφού φιλοξενούσαν ως επί το πλείστον έργα ίων ιδρυτών τους, ένα μικρό αριθμό ποιητικών και φιλοσοφικών έργων, καθώς και μερικές συμπληρωματικές μελέτες.
Ο Δημήτριος ο Φαληρέας είχε θητεύσει επιτηρητής της Αθήνας και γνώριζε από κοντά τη λειτουργία και τη σύνθεση του Λυκείου και της Ακαδημίας. Επειδή ήταν και μαθητής του Αριστοτέλη, είναι πιθανόν να είχε διδαχθεί από τον ίδιο το φιλόσοφο την οργάνωση μιας βιβλιοθήκης. Ίσως μάλιστα γι’ αυτόν το λόγο ο Στράβωνας να αναφέρει ότι ο Αριστοτέλης θεωρούνταν πνευματικός πατέρας ίου Μουσείου και της Βιβλιοθήκης. Το όνειρο του Δημητρίου άρχισε να υλοποιείται γύρω στο 300 π.Χ. με την κατασκευή του Μουσείου, του πρώτου πανεπιστημίου στον κόσμο. Το Μουσείο ήταν μια σχολή που δημιουργήθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των δύο αθηναϊκών σχολών, του Λυκείου και της Ακαδημίας, και ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν αφιερωμένο στις 9 Μούσες, τις προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών. Ο Στράβωνας μας πληροφορεί ότι το Μουσείο διέθετε μια πλατωνικού τύπου εξέδρα, όπου υπήρχαν καθίσματα για να συγκεντρώνονται οι φιλόσοφοι. Παραδίπλα, υπήρχε ο αριστοτελικού τύπου χώρος περιπάτου για τις συζητήσεις των επιστημόνων. Μεγάλο χώρο καταλάμβανε κι ο ναός, που ήταν αφιερωμένος στις Μούσες, όπου ο ιερέας -τυπικά ο επικεφαλής του ιδρύματος- τελούσε τα μυστήρια. Αυτό το πρώιμο πανεπιστημιακό συγκρότημα είχε δύο ακόμη κτίσματα, τους κοιτώνες και την εστία. Όσοι κατοικούσαν στο Μουσείο δικαιούνταν διατροφή και μισθοδοσία, τα έξοδα τους αναλάμβανε το βασιλικό ταμείο, ενώ συγχρόνως έχαιραν φορολογικής απαλλαγής. Έτσι, τα στελέχη του Μουσείου έκαναν τις έρευνες τους χωρίς να προβληματίζονται από τις καθημερινές έγνοιες, δοσμένοι ολοκληρωτικά στο επιστημονικό τους έργο και λειτουργώντας ως μέλη της λατρευτικής κοινότητας των Μουσών.
Εκτός όμως από τον επικεφαλής ιερέα υπήρχε κι ο επιστάτης, ο οποίος ήταν αρμόδιος της διαχείρισης της σχολής. Το Μουσείο, όπως και η Βιβλιοθήκη, ήταν ιδιοκτησία του βασιλιά, που διόριζε τους δύο επικεφαλής, συνήθως πρόσωπα της αρεσκείας του. Έτσι εξηγείται και το γεγονός πως από την εποχή του Πτολεμαίου Δ’ του Φιλοπάτορα, τότε δηλαδή που άρχισαν οι διαμάχες ανάμεσα στους διεκδικητές του θρόνου, έχουμε μια εναλλαγή προσώπων στις δυο αυτές δέσεις. Εκτός όμως από το διωγμό των δύο ανώτερων της σχολής, έχουμε και το διωγμό φιλοσόφων, που ήταν ταγμένοι σε κάποιο διάδοχο. Οι διώξεις αυτές είχαν πάρει, μάλιστα, τέτοιες διαστάσεις, που πολλοί αναφέρουν ότι πολλές πόλεις ήταν γεμάτες από εξόριστους Αλεξανδρινούς επιστήμονες. Ο αρχικός σκοπός του Μουσείου ήταν η έρευνα και, σε συνδυασμό με τη Βιβλιοθήκη, η καταγραφή των πορισμάτων της. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου κι αφού πέρασε στη δικαιοδοσία των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, το Μουσείο πήρε τη μορφή του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Ερευνητές της Αστρονομίας, των Μαθηματικών, της Φυσικής και των άλλων τεχνών δίδασκαν, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς, σε 12.000 μαθητές περίπου! Γύρω στο 295 π.Χ. κατασκευάστηκε και το κτίριο της Βιβλιοθήκης, αφού ήδη ο Πτολεμαίος Α’ είχε χρηματοδοτήσει τον Δημήτριο και το επιτελείο του να συγκεντρώσουν βιβλία απ’ όλο τον κόσμο.
Ο Φαληρέας με το δημιουργικό του πνεύμα αντιλήφθηκε ότι, για να υπάρξει πρόοδος στον τομέα της γνώσης, δεν χρειάζεται μόνο η σύνθεση μιας σχολής με διαπρεπή μυαλά, αλλά και η καταγραφή και συγκέντρωση των ερευνών σ’ ένα μέρος. Τον ενθουσιασμό του αυτόν τον κληροδότησε στον Πτολεμαίο κι αυτός με τη σειρά του στους διαδόχους του. Η συγκέντρωση των βιβλίων γινόταν έναντι αδρών αμοιβών, αλλά και με πλάγιους τρόπους, όταν η απόκτηση τους ήταν δύσκολη. Για παράδειγμα, ο Πτολεμαίος Γ’ ο Ευεργέτης ζήτηοε από τους Αθηναίους τα πρωτότυπα έργα των μεγάλων τραγικών για να γίνουν πιο πιστές αντιγραφές των κειμένων, πληρώνοντας τους υποθήκη σε περίπτωση καταστροφής. Οι Αθηναίοι, μπροστά στο υπέρογκο χρηματικό ποσό, πρόσφεραν χωρίς να το πολυσκεφτούν τα έργα ίων τραγικών και ο Πτολεμαίος Γ’ τους επέσυρεψε τα αντίγραφα, κρατώντας τα αυθεντικά. Ένας άλλος τρόπος ήταν η κατάσχεση ίων βιβλίων που κουβαλούσαν οι επισκέπτες στην Αλεξάνδρεια. Έτσι, η Βιβλιοθήκη δεν άργησε να γεμίσει, με αποτέλεσμα ο Πτολεμαίος Γ’ να αναγκαστεί να δημιουργήσει ένα παράρτημα της στο Σεραπείο, που κατά τον Ιώσηπο ονομάστηκε «θυγάτηρ», κόρη δηλαδή της μεγάλης Βιβλιοθήκης. Η Βιβλιοθήκη ήταν χωρισμένη σε τομείς, όπως: ρητορική, νομική, ιστορία, μαθηματικά, ιατρική, ποίηση, που χωριζόταν σε επική, λυρική, τραγική και κωμική. Πριν καταγραφούν οι τόμοι και στεγαστούν στις βιβλιοθήκες, στοιβάζονταν στις αποθήκες του ναυστάθμου για να ακολουθήσει η επιλογή και η πρώτη καταγραφή. Την εποχή του Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη ο αριθμός των κυλίνδρων -ονομάζονταν έτσι λόγω του σχήματος τους-έφτανε τις 532.000 και γύρω στα 30.000 πινάκια, ενώ λίγο πριν από την καταστροφή αριθμούσαν τις 700.000 με 800.000!
Ο επικεφαλής της Βιβλιοθήκης ονομαζόταν διευθυντής και πιθανότατα δεν είχε καμιά σχέοη με αυτούς του Μουσείου. Υπό την επίβλεψη του είχε ένα μεγάλο αριθμό επιστημόνων, από αντιγραφείς και μεταφραστές μέχρι καταγραφείς και συλλέκτες. Ο πρώτος διευθυντής που αναφέρεται ήταν ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π,Χ.), γνωσιός φιλόσοφος κι ένας από τους πρώτους λεξικογράφους. Πολλά του έργα χάθηκαν κατά τη διάρκεια των καταστροφών. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το Γλώσσαι, που αναφερόταν στην καταγωγή των τότε γνωστών ελληνικών γλωσσών (διαλέκτων), στις διαφορές μεταξύ τους αλλά και στις ομοιότητες τους, καθώς και το Λέξεις Εθνικέ με κεντρικό του θέμα τις ξένες λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες της εποχής.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Πτολεμαίος ο Β’ ο Φιλάδελφος κάλεσε τον Καλλίμαχο (310-240 π.Χ.) για να τον βοηθήσει στις εργασίες της Βιβλιοθήκης. Ο Καλλίμαχος ήταν φιλόσοφος και φιλόλογος από την Κυρήνη κι ανταποκρίθηκε αμέσως στο κάλεσμα του βασιλιά, αφού του δινόταν η μοναδική ίσως ευκαιρία να συμμετάσχει στη φιλόδοξη προσπάθεια συγκέντρωσης όλων των λογοτεχνικών και μη έργων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Ο Καλλίμαχος βοήθησε στο συντονισμό και στον καταμερισμό των βιβλίων γράφοντας έναν κατάλογο με τον τίτλο Πίνακες, στον οποίο κατέγραψε περίπου 120.000 τίτλους βιβλίων κάθε είδους, τα ονόματα των συγγραφέων, τον αριθμό των στίχων, αλλά και τη χρονολογία συγγραφής του κά8ε έργου. Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, αλλά και οι λαοί της Μεσοποταμίας, όπως οι Σουμέριοι και οι Ασσύριοι, είχαν ανεπτυγμένη την έρευνα στην Αστρονομία, χωρίς ωστόσο να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο έργο, που θα μπορούσε με τις θεωρίες και τους κανόνες του να στηρίξει την ύπαρξη μιας ολόκληρης επιστήμης. Ο Ευκλείδης, που είχε εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια γύρω στο 300 π.Χ., συγκέντρωσε όλα τα γεωμετρικά ευρήματα κι έγραψε το περίφημο βιβλίο του Σιοιχεία, δίνοντας έτσι τη βάση για τη Γεωμετρία, αλλά και το έναυσμα στις υπόλοιπες, σχετικές επιστήμες. Αλλος επιφανής ερευνητής ήταν ο ιατρός Ηρόφιλος (355-280 ττ.Χ.) από τη Χαλκηδόνα. Ο Ηρόφιλος άρχισε να κάνει ανατομικές μελέτες κι έρευνες, θεμελιώνοντας έτσι την επιστήμη της Ανατομίας. Ίδρυσε μια σχολή και μέσα από τις έρευνες του συμπέρανε ότι οι αρτηρίες μεταφέρουν αίμα και όχι αέρα, όπως μέχρι τότε ισχυριζόταν ο Πραξαγόρας. Μπόρεσε να διαχωρίσει τα νεύρα σε αισθητήρια και κινητικά, ενώ περιέγραψε κι ονόμασε τον αμφιβληστροειδή χιτώνα και το άνω τμήμα του λεπτού εντέρου, ως δωδεκαδάκτυλο. Ο μαθητής του, ο Ερασίστρατος από την Κέα, έκανε τη διάκριση ανάμεσα στον κυρίως εγκέφαλο και στην παρεγκεφαλίδα, αλλά παρατήρησε και τη διαφορά των πτυχώσεων του εγκεφάλου ίων ζώων και των ανθρώπων και υποστήριξε ότι οι περισσότερες πτυχώσεις δηλώνουν ανώτερη νοημοσύνη. Ο Ερασίστρατος, έχοντας αντίθετες απόψεις σχετικά με τις αρχές και τις μεθόδους της Ιατρικής από αυτές του δασκάλου του, ίδρυσε μια άλλη σχολή και θεμελίωσε τη Φυσιολογία.
Εκτός αυτών όμως ιδρύθηκαν κι άλλες κλινικές-οίκοι, όπως του Καλλίμαχου και του Φιλίνου του Κώου, οι οποίες ξεχώριζαν μεταξύ τους από τον τρόπο άσκησης της θεραπείας. Τον Ηροφίλειο Οίκο και την Εμπειρική Ιατρική Σχολή του Φιλήνου, τις ένωσε αργότερα ο Ηρακλείδης του Ταραντίνου σε μία σχολή. Η εξέλιξη αυτών των ιατρικών τομέων διακόπηκε απότομα, γεγονός που έκανε την ιατρική επιστήμη για πάρα πολλούς αιώνες να θεωρείται μυσακιστική τέχνη και τους λειτουργούς της να κατηγορούνται ως μάγοι κι άθεοι. Σύμφωνα με τις αιγυπτιακές δοξασίες, το νεκρό σώμα έπρεπε να παραμένει ανέπαφο για να ακολουθήσει τη μεταθανάτια πορεία του. Έτσι, όταν οι Αιγύπτιοι έμαδαν ότι δάσκαλοι και μαθητές των σχολών «έπρατταν ανόσια» ατά σώματα των νεκρών, βγήκαν στους δρόμους και μαζί με τους ιερείς διαμαρτυρήθηκαν κατευθυνόμενοι προς τα ανάκτορα. Ο Πτολεμαίος βρέθηκε σε δύσκολη δέση, βλέποντας ότι στα αιτήματα της θιγμένης θρησκοληψίας του λαού πρωτοστατούσαν οι ιερείς και, γνωρίζοντας την ειαρροή των κληρικών, αποφάσισε αμέσως τη διακοπή των ιατρικών ερευνών και την αποπομπή ορισμένων δασκάλων, για να αποφύγει πιθανή εξέγερση μέσα στην πρωτεύουσα του βασιλείου του.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος, η φιλοσοφική και η τεχνολογική εξέλιξη έφθασαν σε μοναδικά ύψη ακμής και προόδου. Διευθυντής της Βιβλιοθήκης ήταν ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (270-235 π.Χ.) στον οποίο αποδίδονται τα Αργοναυτικά. Ο Έρμιππος, μαθητής του Καλλίμαχου, έγραψε ένα έργο για το Ζωροασιρισμό και τις περσικές δοξασίες που ξεπερνούσε τα δύο εκατομμύρια στίχους. Εκείνη την εποχή έγινε και η πρώτη μετάφραση της Παλαιάς Διαβήκης, επειδή οι Εβραίοι είχαν εξελληνιστεί σε τέτοιο βαθμό, που όχι μόνο μιλούσαν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικά, αλλά και χρησιμοποιούσαν ελληνικά ονόματα. Ο ιερέας Μανέδων μετέφρασε πολλά έργα των Αιγυπτίων, ενώ ο Βήρωσσος ο Χαλδαίος έγραψε στα Ελληνικά την Ιστορία των Βαβυλώνιων. Τέλος, μεταφράστηκαν και ινδικά βιβλία, τα περισσότερα από αυτά βουδιστικού περιεχομένου, τα οποία έφεραν στη Βιβλιοθήκη οι αντιπρόσωποι του βασιλιά Ασόκα, προσωπικού φίλου του Φιλάδελφου. Γύρω στο 270 π.Χ. ο Κτησίβιος ανακάλυψε την ιδιότητα της διαστολής των αερίων και καταπιάστηκε με τη Μηχανική και τις ενεργειακές πηγές. Κατασκεύασε την ύδραυλο, μια ωρολογιακή μηχανή που έμοιαζε με την κλεψύδρα, αλλά είχε ένα μηχανισμό με πλωτήρα και γρανάζια και λειτουργούσε με νερό. Μια άλλη εφεύρεση του Κτησίβιου ήταν η υδραντλία, η πρώτη πυροσβεστική αντλία, αλλά και η κατασκευή του ρύτου, ενός μουσικού οργάνου που παρήγαγε μελωδικούς ήχους, καθώς το νερό έπεφτε πάνω οτις οπές του. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι κι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων ήταν σύλληψη και κατασκευή του Κτησίβιου, επειδή αυτός κατασκεύαζε ήδη οδοντωτούς τροχού γρανάζια. Αλλά και ο Ηρών ο Αλεξανδρεύς (1ος μ.Χ.) απέδιδε την πατρότητα της ατμομηχανής του σε αυτόν.
Τέλος, ένα άλλο γνωστό επίτευγμα του μεγαλύτερου μηχανικού -μαζί με τον Αρχιμήδη- της αρχαιότητας, ήταν η μηχανή του, γνωστή ως «η μηχανή του Κτησίβιου», η οποία λειτουργούσε με την πίεση του αέρα και σήκωνε μεγάλα βάρη! Το 245 π.Χ. ο βιβλιοφύλαξ που διαδέχθηκε τον Απολλώνιο ήταν ο Ερατοσθένης (275-194 π.Χ.), μαθητής του Καλλίμαχου και του Λισάνιου. Τον κάλεσε στην Αλεξάνδρεια ο Πτολεμαίος Γ ο Ευεργέτης επειδή από μικρή ηλικία ήταν πολυτάλαντος και ασχολήθηκε με τη Γεωγραφία, τα Μαθηματικά, την Αστρονομία κ.ά. Πολλά από ία βιβλία που χάθηκαν στις καταστροφές ήταν δικά του. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι ίο Γεωγραφικά και το Περί Μετρήσεως της Γης, που γράφθηκε γύρω στο 240 π.Χ., τότε δηλαδή που ο Ερατοσθένης προσδιόρισε το μέγεθος της Γης από το ποσοστό καμπύλωσης της επιφάνειας της (το υπολόγισε μετρώντας τις γωνίες που σχημάτιζαν οι ακτίνες του ήλιου την ίδια ώρα σε διάφορα σημεία της επιφάνειας της). Στο γεωγραφικό του έργο αναφέρθηκε με δέος ο Στράβωνας τονίζοντας, μάλιστα, ότι οι δυνατότητες του, καθώς και των άλλων επιστημόνων, ήταν μεγάλες και οφείλονταν στην ύπαρξη της Βιβλιοθήκης.
http://www.hellinon.net/NeesSelides/VivliothikiAlexandreias.html