Μηχανική και τεχνολογία στην αρχαία Ρόδο (απόσπασμα), Χρήστος Δ. Λάζος, Εκδόσεις Β. Σαββιού, 2008, 165 σελ.
ISBN 978-960-98603-0-7
Το τελευταίο ζήτημα που μένει να διερευνηθεί είναι η θέση που ήταν στημένος ο Κολοσσός, καθώς με τη θέση του είναι άμεσα συνυφασμένη και η μορφή του αγάλματος. Έχουμε ήδη πιθανολογήσει σε ποιον έμοιαζε, αλλά είναι αδιευκρίνιστα τα στοιχεία που αφορούν τη μορφή του Κολοσσού και πως, εντέλει, ήταν αυτή. Θεωρώ ότι και εδώ τα στοιχεία είναι ελάχιστα όπως αναφέρει η Ηώς Ζερβουδάκη: «Η φτωχή στην ουσία παράδοση και η ανυπαρξία βέβαιων αντιγράφων του έργου δεν μας βοηθούν να αποδείξουμε ή να υποστηρίξουμε οτιδήποτε …» Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από την πιθανή θέση του Κολοσσού και ταυτόχρονα να πιθανολογήσουμε και τη μορφή που είχε ο γίγαντας.
Σύμφωνα με το ποίημα που ήταν γραμμένο στη βάση του Κολοσσού, έχουμε κάποιες σαφείς ενδείξεις για τη θέση του. Πρέπει να ήταν στημένος πάνω σε στεριά και να ήταν ορατός από τη θάλασσα, κάτι που θα συνέβαινε έτσι κι αλλιώς μ’ ένα άγαλμα ύψους 33 μ. περίπου. Είναι σαφές επίσης ότι ο χώρος όπου τοποθετήθηκε θα ήταν αρκετά απομακρυσμένος από τη θάλασσα για το φόβο της διάβρωσης του εδάφους. Σε καμιά φιλολογική πηγή, κυρίως του Φίλωνος ,δεν γίνεται αναφορά για συγκεκριμένη τοποθεσία του αγάλματος και, φυσικά, δεν αναφέρεται κάποιο λιμάνι. Με την πάροδο του χρόνου η πραγματική θέση του Κολοσσού ξεχάστηκε και όταν, στα μέσα του 14ου αιώνα, ο χρονογράφος Νικηφόρος Γρηγοράς προσπάθησε να εντοπίσει κάποιο τμήμα του Κολοσσού ή τη θέση στην οποία βρισκόταν, η προσπάθειά του αυτή υπήρξε άκαρπη, όπως αναφέρει στο χρονικό του (1352- 1359). Έτσι, με ανύπαρκτα τεκμήρια ,αλλά με υπαρκτή τη φήμη του Κολοσσού, ήταν επόμενο να οργιάζει η φαντασία. Από το σημείο αυτό τη σκυτάλη παίρνουν οι περιηγητές, οι ιστοριοδίφες και οι ερευνητές του Μεσαίωνα, οι οποίοι στηρίζονται περισσότερο στο συναισθηματικό στοιχείο παρά στο ιστορικό. Παρουσιάζονται αφηγήσεις, αλλά κυρίως απεικονίσεις του Κολοσσού, που είναι γοητευτικές ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα, κάθε άλλο, όμως, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως, για παράδειγμα, η εμμονή τους να τοποθετούν το άγαλμα στην είσοδο του κεντρικού λιμένα. Δεν γνωρίζουμε πότε και από ποιον άρχισαν να εμφανίζονται αυτές οι απόψεις, πιθανολογούμε πάντως ότι ήταν ο Nicola da Martoni ο πρώτος που ανέφερε τη θέση του Κολοσσού στο λιμάνι, θεωρία που «άρεσε» και καθιερώθηκε . Λίγο πιο συγκεκριμένος είναι ο Buondelmonte, που έζησε για οκτώ χρόνια στη Ρόδο (1422) και σημειώνει ότι, σύμφωνα με όσα άκουσε, ο Κολοσσός ήταν τοποθετημένος «εν τω μέσω των τειχών».Όπως σημειώνει ο Α. Μαστραπάς, «η εμπειρία που είχε από το χώρο, σε συνδυασμό με τις τοπικές παραδόσεις, κάνουν πιο αληθοφανή την άποψη του Buondelmonte, που φαίνεται να συνάδει με τις αρχαίες μαρτυρίες».
Δεν γνωρίζουμε επίσης ποιος καλλιτέχνης ήταν ο πρώτος που απεικόνισε τον Κολοσσό με ανοιχτά τα πόδια στην είσοδο του λιμανιού. Ήταν ο Γιόχαν Μπέρνχαρτ Φίσερ φον Έρλαχ ή ο Rottiers; Τον φον Έρλαχ τον γνωρίζουμε ήδη από το σχεδιασμό που έκανε της έμπνευσης του Δεινοκράτη για τη διαμόρφωση του Άθω σε άγαλμα του Μ. Αλεξάνδρου. Μας παρέδωσε επίσης αρκετές άλλες απεικονίσεις του ελληνικού κόσμου, που είναι μεν εντυπωσιακές αλλά καθόλου χρήσιμες από ιστορική άποψη, όπως π.χ. αυτήν του Κολοσσού. Εξίσου ωραία είναι η γκραβούρα του Maerten van Heem Skerch, που εκτός από τον Κολοσσό, όρθιο με ανοικτά τα πόδια στην είσοδο του λιμανιού, σε πρώτο πλάνο απεικονίζει -τρόπον τινά -το εργοτάξιο της κατασκευής του γλυπτού με τους τεχνίτες να σφυρηλατούν διάφορα τμήματά του, όπως τα δάκτυλα ή το κεφάλι του. Θα ακολουθήσουν πολλές άλλες απεικονίσεις και αναπαραστάσεις του Κολοσσού (έως και ο Σαλβατόρ Νταλί έκανε μια πολύ ωραία), για τις οποίες σ’ ένα ενδιαφέρον άρθρο της η Αφροδίτη Κούριο,ιστορικός τέχνης, γράφει τα εξής:
«Στις παλαιότερες εικόνες διακρίνει κανείς πιο έντονο, καθοριστικό σχεδόν, το στοιχείο του φανταστικού . Εγγράφεται κι αυτό στη γενικότερη έλλειψη αξιοπιστίας που χαρακτήριζε την έντυπη εικονογράφηση σε εποχές όπου συχνά η εικόνα λειτουργούσε με κάποια αυτοτέλεια, χωρίς την υποχρέωση να παραπέμπει πιστά στο εικονιζόμενο θέμα, το οποίο άλλωστε, απρόσιτο συνήθως για το αναγνωστικό κοινό, δεν έδινε τη δυνατότητα να ελεγχθεί η ακρίβεια της αναπαράστασής του. Ειδικότερα σ’ ό,τι αφορά τα αρχαία μνημεία, η ενασχόληση με την ελληνική αρχαιότητα σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας, που εξυπακούεται ότι προϋποθέτει μια νηφάλια κριτική θεώρηση, ήταν κάτι άγνωστο, ενώ, εξάλλου, σε αρκετές περιπτώσεις το αντικείμενο της εικαστικής καταγραφής βρισκόταν πια στη σφαίρα του θρύλου, γεγονός που κέντριζε και απελευθέρωνε τη φαντασία. Πολύ αντιπροσωπευτική περίπτωση από αυτή την άποψη ήταν ο Κολοσσός της Ρόδου, που εικονογραφεί περιγραφές του νησιού σε ένα αρκετά μεγάλο αριθμό οδοιπορικών των Ευρωπαίων προσκυνητών των Αγίων Τόπων, καθώς και σε άλλες εκδόσεις. Αλλού εμφανίζεται αυτόνομα, χωρίς, δηλαδή, καμιά εικονιστική αναφορά στο νησί, με μια μεσαιωνική γαλέρα ανάμεσα στα πόδια του – που πατούν σε δυο σχηματικά δοσμένες βάσεις μέσα στη θάλασσα – και κρατώντας σπαθί και δόρυ. Αλλού εντάσσεται σε μια φανταστική αναπαράσταση του νησιού, εικόνα που ζητά να προσφέρει στον αναγνώστη-θεατή ένα πιο πλούσιο, πιο ελκυστικό θέαμα. Άλλοτε πάλι η «σχέση» του με το νησί μεταγράφεται εικαστικά σε μια τρίτη, εξωπραγματική επίσης εκδοχή, όπου είναι έκδηλη η πρόθεση να δοθεί πιο ζωηρά και πιο άμεσα η εντύπωση – και διάσταση – του υπερφυσικού, του γιγαντιαίου, που έχει ταυτιστεί με τον Κολοσσό στη συνείδηση των ανθρώπων. Σε μια παραλλαγή της παραπάνω εικόνας, από το βιβλίο του Ιταλού γεωγράφου Fr. Piacenza, L ‘Egeo Redivivo…, Modonno 1688, ο Κολοσσός , που ήταν στην πραγματικότητα ένα θριαμβευτικό άγαλμα του θεού των Ροδιτών Ηλίου κρατά στο ένα του χέρι το κεφάλι του Ήλιου, ενώ με το σχηματικό οικοδόμημα στο άλλο του χέρι επιχειρείται α σφαλώς μια συμβολική σύνδεση με τη Ρόδο, τnν “αελίοιο νύμφα” (νύμφη του Ήλιου), όπως την ύμνησε ο Πίνδαρος στον 7ο Ολυμπιόνικο».
Απέχουμε πολύ από την ποιοτική δουλειά των Άγγλων (ζωγράφων και αρχιτεκτόνων Jαmes Stuart (1713-1788) και Nichola Reνett ( 1720-1 804), στους οποίους οφείλουμε εκπληκτικές σε ομορφιά και ιστορική αυθεντικότητα απεικονίσεις κτιρίων και αρχαιοτήτων, κυρίως της Αθήνας. Ή από την αξεπέραστη ποιότητα των χαρακτικών που έκανε n Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή που συνόδευε τον γάλλο στρατηγό Μαιζώνα, όταν αυτός έφτασε το 1828 στην Πελοπόννησο για να διώξει από εκεί τον lμπραήμ πασά . Όλες οι απεικονίσεις του Κολοσσού ανάγονται ως εκ τούτου στη σφαίρα της φαντασίας , όμως θα επιχειρηθεί να σχολιάσουμε μία από αυτές, διότι είναι αυτή που αιχμαλωτίζει τη φαντασία των ανθρώπων από τότε που παρουσιάστηκε.
Σχεδόν σε όλους μας είναι γνωστή η απεικόνιση της στάσης και της θέσης του Kολοσσού, όπως τον απεικόνισε σε χαλκογραφία του ο Rottiers: να πατά, με ανοικτά τα δυο του πόδια, στις δυο προκυμαίες του λιμανιού της Ρόδου και κάτω από τα σκέλη του να περνούν τα πλοία. Αυτή η απεικόνιση είναι η μεσαιωνική αντίληψη που υπήρχε για τη θέση και στάση του Κολοσσού, και είναι πολύ ωραία για να είναι αλnθινή. Η απεικόνιση είναι φανταστική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού μια παρόμοια στάση ήταν τεχνικά αδύνατο να επιτευχθεί την εποχή εκείνη. Ταυτόχρονα αυτή η στάση προϋποθέτει ένα άγαλμα τεράστιων διαστάσεων αναλογικά, όμως τα στοιχεία που έχουμε είναι συγκεκριμένα. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να απορρίψου με την ωραία αυτή απεικόνιση, που έγινε στα 1853, αφού σ’ αυτήν η ιστορική αλήθεια και η τεχνική αναγκαιότητα για την κατασκευή του Κολοσσού έχουν αλλοιωθεί. Και έχουμε πολλούς λόγους να το πιστεύουμε αυτό.
Η πιο σημαντική αντίρρηση απορρέει από το γεγονός ότι, αν ο Κολοσσός βρισκόταν σ’ αυτόν τη θέση πάνω από τα κύματα, όταν έσπασε στα γόνατα, θα είχε πέσει στη θάλασσα, όπου θα βρίσκαμε κάποια από τα τμήματά του . Όμως οι φιλολογικές πηγές είναι σαφείς: ο Κολοσσός σωριάστηκε στο έδαφος και όλοι μπορούσαν να περιεργαστούν και να θαυμάσουν την εσωτερική κατασκευή του. Από το γεγονός αυτό προέρχεται και ο θαυμασμός του Πλίνιου, που αναφέρεται στον πεσμένο, σωριασμένο σε συντρίμμια γίγαντα, στον οποίο κάνει αναφορά και ο Στράβων:
«…διότι ξέρουμε από τον Στράβωνα (ια, XIV, 2) ότι ο Κολοσσός έσπασε στα γόνατα ύπαρχε ως εκ τούτου ένα μέρος όρθιο την εποχή του Φίλωνος, ενώ τα άλλα σπασμένα κομμάτια ήταν στρωμένα καταγής, όπου έμειναν επί πολλούς αιώνες, διεγείροντας την έκπληξη εκείνων που τα παρατηρούσαν και οι οποίοι μπορούσαν να θαυμάσουν τις εσωτερικές κοιλότητες και το σκελετό του, όσο και την εξωτερική διαμόρφωση και επιφάνειά του», αναφέρει ο Gυerin.
Ένας δεύτερος, το ίδιο σημαντικός, λόγος για να αρνηθούμε την άποψη για τη θέση και στάση του Κολοσσού κατά Rottiers είναι το θέμα των αναλογιών του αγάλματος αν αυτό ήταν τοποθετημένο με τα πόδια ανοικτά να ακουμπούν πάνω στους βράχους όπου αργότερα έκτισαν τον πύργο του Αγίου Μιχαήλ στη μια μεριά και τον πύργο του Αγίου Ιωάννη στην άλλη. Για την άποψη αυτή ο Guerin σημειώνει:
«Εν τούτοις η γνώμη αυτή δεν μπορεί να αντέξει στην παραμικρότερη εξέταση και με εκπλήττει ότι ο ταξιδιώτης Theνenot μπόρεσε να επαναλάβει έναν παρόμοιο μύθο και να τοποθετήσει έναν κολοσσό ύψους μόνο 70 πήχεων στην είσοδο ενός λιμένος, το άνοιγμα του οποίου, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος, ξεπερνά τις 50 οργιές είναι στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερο όπως είπα ήδη, διότι είναι τουλάχιστον 230 μέτρα αλλά και αν ακόμα δεχτούμε ότι δεν ξεπερνούσε τις 50 οργιές ήτα 150 μέτρα, πώς ένα άγαλμα ύψους 35 μέτρων θα μπορούσε να έχει ένα άνοιγμα σκελετού τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το ύψος του, ώστε να μπορέσει να στηρίξει καθένα από τα δυο του πόδια στα δύο άκρα του ανοίγματος αυτού; Για να μπορέσει ο Κολοσσός της Ρόδου γα είχε καταλάβει τη θέση που τον τοποθετούν ο Thevenot και άλλοι νεότεροι συγγραφείς, θα έπρεπε είτε να ήταν δέκα φορές υψηλότερος από ό,τι τον υποθέτουν οι αρχαίοι, εις τρόπον ώστε το άνοιγμα του σκελετού του να μπορεί να είναι σε αρμονία με το άνοιγμα του λιμανιού, ενώ το άνοιγμα αυτό ήταν πολύ πιο στενό από ό,τι είναι σήμερα . Όμως δεν διακρίνει κανείς απολύτως κανένα ίχνος της προκυμαίας που θα χρειαζόταν για να τον κάμει στενότερο>>.