Ιστορικό της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης
Με τον όρο Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εννοείται η αρχαία βιβλιοθήκη της πόλης της Αλεξάνδρειας, στην Αίγυπτο, η οποία ιδρύθηκε στην Ελληνιστική εποχή επί διακυβέρνησης Πτολεμαίου Α’, του επονομαζόμενου Σωτήρος, με την παρότρυνση του Δημήτριου Φαληρέα, και έγινε το εκδοτικό κέντρο του τότε γνωστού κόσμου, υπερσκελίζοντας ως προς τον πλούτο των χειρογράφων της κάθε άλλη γνωστή βιβλιοθήκη της εποχής της και του παρελθόντος.
Με την ίδρυση των Ελληνιστικών κρατών από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου εδραιώθηκε η πολιτική κυριαρχία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή και μέχρι τις δυτικές παρυφές των Ινδιών, καθώς και στην Αίγυπτο. Η κυριαρχία αυτή, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε και αναπαρήχθη με το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας πολιτιστικής πολιτικής, η οποία προώθησε τον εξελληνισμό της Ανατολής με τη διάδοση των γραμμάτων και την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας. Η πολιτιστική αυτή πολιτική στην Ελληνιστική Αίγυπτο υλοποιήθηκε με την ίδρυση, στην Αλεξάνδρεια – την πρωτεύουσα του κράτους – του Μουσείου, από τον Βασιλέα Πτολεμαίο Α΄ τον Σωτήρα (322-285 π.Χ.), και της Βιβλιοθήκης, από τον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο (285-246 π.Χ.).
Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας
Με τον όρο “Μουσείο”, στην Ελλάδα, κατά την αρχαιότητα δηλωνόταν ένα κέντρο λατρείας των Μουσών, δηλαδή των εννέα θεοτήτων που ήσαν υπεύθυνες για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών, επαγωγικά όμως και των επιστημών. Τα μουσεία ήσαν ιερά με βωμό, ανοικτές στοές, περιβόλους και εγκαταστάσεις μελέτης και ενδιαιτήματος όσων διέμεναν σ’ αυτά επιδιδόμενοι στην επιστημονικήν έρευνα. Πρότυπα για το Μουσείον Αλεξανδρείας υπήρξαν η Ακαδημία του Πλάτωνος και το Λύκειον του Αριστοτέλους. Ο Αθηναίος φιλόσοφος και πολιτικός, Δημήτριος ο Φαληρεύς, μαθητής του Αριστοτέλους, θεωρείται ο κύριος εισηγητής για την ίδρυση, από τους Πτολεμαίους, του Μουσείου και για την οργάνωση της συνδεόμενης προς αυτό Βιβλιοθήκης. Το Μουσείον Αλεξανδρείας υπήρξε το αρχαιότερο στον κόσμο κρατικό κέντρο ερευνών στις θεωρητικές και στις εφηρμοσμένες επιστήμες, και απετέλεσε, με τον συνδυασμό έρευνας και διδασκαλίας, το πρότυπο για ανάλογα ιδρύματα της Αρχαιότητος και για τις ακαδημίες και τα πανεπιστήμια του Μεσαίωνος, έως και την Αναγέννηση. Για την πληρέστερην ανάπτυξη της έρευνας στο Μουσείον συγκροτήθηκαν αστεροσκοπείο και ανατομικό εργαστήριο, δημιουργήθηκε ζωολογικός κήπος με σπάνια εξωτικά ζώα και ιδρύθηκε Βιβλιοθήκη, η μετέπειτα γνωστή ως Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα (XVII, 793 c), το Μουσείον Αλεξανδρείας αποτελούσε τμήμα των Πτολεμαϊκών ανακτόρων. Διέθετε “…περίπατον και εξέδραν και οίκον μέγαν, εν ω το συσσίτιον των μετεχόντων του Μουσείου φιλολόγων ανδρών…” και “…χρήματα κοινά…”, τα οποία διαχειριζόταν “ο ιερεύς ο επί τω Μουσείω τεταγμένος…”, προκειμένου να καλύπτωνται οι δαπάνες λειτουργίας του ιδρύματος. Τα μέλη του Μουσείου, οι “θιασώται”, δηλαδή οι λατρευτές των Μουσών, σιτίζονταν δωρεάν, είχαν υψηλό μισθό, “σύνταξιν”, άμεση φορολογική ατέλεια, καθώς και έμμεση απαλλαγή από συμμετοχή σε δημόσιες χορηγίες, προκειμένου να επιδίδωνται απερίσπαστοι στην ανάπτυξη των επιστημών. Η επιδίωξη αυτή και τα προς αυτήν συνδεόμενα προνόμια των λογίων του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης προεκάλεσαν τη δηκτική παρουσίασή τους από τον κυνικό φιλόσοφο και σιλλογράφο Τίμωνα τον Φλειούσιο, (περίπου 320-230 π.Χ.): “πολλοί μεν βόσκονται εν Αιγύπτω πολυφύλω βιβλιακοί χαρακίται απείριτα δηριόωντες Μουσέων εν ταλάρω” (Σίλλοι, απ. LX). Με την δηκτικήν αυτή παρουσίαση υποδηλώνονται η συστηματική ενασχόληση των Αλεξανδρινών λογίων στην έρευνα και στη γραπτή τεκμηρίωσή της, η ποικιλία των ερευνητικών τους ενδιαφερόντων και η απόστασή τους από τον μέσο άνθρωπο της Ελληνιστικής και, αργότερα, της Ελληνορωμαϊκής περιόδου, απόσταση που προεκλήθη από την “καθ’ έξιν φύσιν” προς την έρευνα αυτή. Τα “Συμπόσια”, κατά τα οποία οι “ενστατικοί” έθεταν το προς διερεύνηση πρόβλημα και οι “λυτικοί” επιχειρούσαν την ανάλυση και την ερμηνεία του, αποτελούν το αρχαίο πρότυπο διοργανώσεως συνεδρίων για την προαγωγή της τεκμηριωμένης γνώσεως.
Η Βιβλιοθήκη
Η Βιβλιοθήκη της Αλεξανδρείας διακρινόταν σε δύο επί μέρους βιβλιοθήκες. Η πρώτη, που ονομαζόταν «η εντός» ή «του Βρουχείου» ή «Βασιλική» ή «του Μουσείου». Πρόσβαση και μελέτη σ’ αυτήν είχαν μόνο τα μέλη του Μουσείου και οι ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι των Πτολεμαίων. Η δεύτερη ονομαζόταν «η εκτός» ή «Ρακώτις», ή «η του Σεραπείου», ευρίσκετο στον τομέα της πόλεως ο οποίος εκατοικείτο κυρίως από Αιγυπτίους.
Αποτελούσε συνέχεια του ναού του θεού Σεράπιος, ήταν μεταγενέστερη και θυγατρική της πρώτης, και η πρόσβαση και η μελέτη σ’ αυτήν ήταν ακώλυτες για όλους. Το Μουσείον, η Βιβλιοθήκη «η του Μουσείου» και το «Σώμα» του Αλεξάνδρου, δηλαδή ο ιερός χώρος ταφής και επίσημης λατρείας του Αλεξάνδρου ως θεού, ήταν εντεταγμένα στο ανακτορικό συγκρότημα των Πτολεμαίων. Με τη συνίδρυση αυτήν φαίνεται πως οι Πτολεμαίοι προέβαλλαν τη λατρεία του Αλεξάνδρου, από τον οποίον προερχόταν η εξουσία τους, εδήλωναν τη νομιμότητά της και επεδίωκαν τη διασφάλισή της με την κατοχή και την αξιοποίηση της γνώσης. Η έκταση και η υλοποίηση της επιδίωξης αυτής γίνονται φανερές από το γεγονός ότι «Πτολεμαίος ο Λάγου…την υπ’ αυτού κατασκευασμένην βιβλιοθήκην εν Αλεξανρεία κοσμήσαι τοις πάντων ανθρώπων συγγράμμασιν όσα γε σπουδαία υπήρχεν» (Ευσεβίου, Ιστορία Εκκλησιαστική, V8, 11). Ο συνολικός αριθμός των βιβλίων και στις δύο βιβλιοθήκες υπερέβαινε τις 500.000. Η βιβλιοθήκη «ή του Μουσείου» διέθετε 400.000 «συμμιγείς ή συμμείκτους βίβλους» και 90.000 «αμιγείς ή απλάς βίβλους»• η αντίστοιχη «του Σεραπείου», 42.800 «βίβλους». «Βίβλοι απλαί» ήσαν τα βιβλία όπου επραγματεύετο ένα θέμα, και αποτελούσαν αυτοτελή συγγράμματα. Αντίθετα, «βίβλοι συμμιγείς», ήσαν κύλινδροι με περισσότερα βιβλία, όπου επραγματεύοντο είτε το ίδιο θέμα είτε θέματα διαφορετικά.
Η Ίδρυση
Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τη βιβλιοθήκη βρίσκεται σε μια επιστολή του Αριστέα (περ.180-145 π.Χ.), ενός Ιουδαίου λόγιου που κατέγραψε το χρονικό της μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Η μαζική παραγωγή χειρογράφων, ωστόσο, επετεύχθη από τον εξόριστο Δημήτριο Φαληρέα κατ’ εντολήν του Πτολεμαίου Σωτήρα. Ο ίδιος ο Φαληρεύς, πρώην τύραννος των Αθηνών, ανήκε στην πρώτη γενιά της Περιπατητικής Στοάς και ήταν ένας από τους μαθητές του Αριστοτέλη μαζί με τον Θεόφραστο και τον Μέγα Αλέξανδρο. Σύμφωνα με τον Αριστέα ο Δημήτριος ώθησε τον Πτολεμαίο να συγκεντρώσει μια συλλογή βιβλίων για τη βασιλεία και τη διακυβέρνηση έτσι όπως τη διατύπωσε ο Πλάτων και επιπλέον να μαζέψει βιβλία από όλους τους λαούς του κόσμου. Ο Δημήτριος επίσης θεωρείται εμπνευστής του Μουσείου, στην πρωτεύουσα του Πτολεμαίου, ενός ναού αφιερωμένου στις Μούσες, προστάτιδες των τεχνών και των επιστημών.
Οι αρχαιολόγοι δεν έχουν αποκαλύψει ακόμα τα κτίσματα του Μουσείου, αν και η σκαπάνη έφερε στο φως τμήμα της θυγατρικής βιβλιοθήκης, κοντά στον ναό του Σάραπι. Από τις τμηματικές πληροφορίες που υπάρχουν, υποθέτουμε πως βρισκόταν στον Β.Α. τομέα της πόλης (Βρουχίον), κοντά στο ανακτορικό σύμπλεγμα. Σύμφωνα με τον Στράβωνα (17.1.18), περιβαλλόταν από αυλές και στο κέντρο του βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα και ένα κυκλικό δώμα με παρατηρητήριο στην οροφή του. Τούτο το κεντρικό δώμα περιέβαλλαν αίθουσες διδασκαλίας. Στην πραγματικότητα ο σχεδιασμός μοιάζει με εκείνον του Σαράπειου, το οποίο άρχισε επί Πτολεμαίου Α’ Σωτήρα και ολοκληρώθηκε από τον γιο του Πτολεμαίο Β’ το Φιλάδελφο. Υπολογίζεται ότι εργάζονταν εκεί μόνιμα 30-45 άτομα, τα οποία τρέφονταν και χρηματοδοτούνταν από τον βασιλικό οίκο κατ’ αρχήν και αργότερα από δημόσιους πόρους. Οι χώροι στους οποίους στεγάζονταν και ταξινομούνταν οι πάπυροι βρίσκονταν είτε στις εξωτερικές αίθουσες ή στη Μεγάλη Αίθουσα. Οι πάπυροι ταξινομούνταν πάνω σε σχάρες ειδικά κατασκευασμένες για αυτό το σκοπό και οι καλύτεροι από αυτούς ήταν τυλιγμένοι σε λινό ή δερμάτινο κάλυμμα. Η περγαμηνή είναι μια μεταγενέστερη και μάλιστα αναγκαστική ανακάλυψη. Η Αλεξάνδρεια σταμάτησε τις εξαγωγές παπύρου, προκειμένου να σταματήσει την άνοδο της ανταγωνιστικής Βιβλιοθήκης της Περγάμου, την οποία ίδρυσαν οι Σελευκίδες. Το 1848, στον κήπο του αυστριακού προξενείου ανακαλύφθηκε γρανίτινος όγκος, διαμορφωμένος για την υποδοχή παπύρων με την επιγραφή Διοσκουρίδου γ΄ τόμοι, γεγονός που μας επιτρέπει να προσδιορίσουμε το σχήμα που είχαν τα ράφια, αν και υπολογίστηκε πως ήταν αδύνατον να χρησιμοποιείται γρανίτης για την υποδοχή των εκατοντάδων χιλιάδων όπως εκτιμάται παπύρων της βιβλιοθήκης. Στη Ρωμαϊκή εποχή τα χειρόγραφα απέκτησαν πλέον την μορφή κωδίκων (βιβλίων) και άρχισαν να αποθηκεύονται σε ξύλινα κιβώτια που αποκαλούνταν ερμάρια.
Οργάνωση και Λειτουργία
Για την προστατευτική μόνωση της βιβλιοθήκης από την υγρασία που αποσυνέθετε τον πάπυρο και την περγαμηνή, πιθανώτατα δεύτερος τοίχος περιέβαλλε τις εξωτερικές πλευρές του οικοδομήματος, με κενό το μεσότοιχο διάστημα. Για την ακριβή αρχιτεκτονική μορφή του οικοδομήματος της βιβλιοθήκης δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία.
Ο μέγας αριθμός των τόμων της βιβλιοθήκης οφειλόταν στη συλλογή και στη διάσωση έργων Ελλήνων και “βαρβάρων”, στην ύπαρξη διπλών και τριπλών αντιγράφων, απαραίτητων για τη σύνταξη κριτικών εκδόσεων, την εξακρίβωση της αυθεντικότητας του έργου, και το δανεισμό των βιβλίων, που επιτρεπόταν μόνο από τη Βιβλιοθήκη του Σεραπείου. Η οργάνωση, ο συνεχής εμπλουτισμός και η απρόσκοπτη λειτουργία και των δύο βιβλιοθηκών απετέλεσαν κύριο μέλημα της πολιτικής των Πτολεμαίων. Η επιδίωξη αυτή διεμορφώθη από τον Αθηναίο φιλόσοφο και πολιτικό Δημήτριο τον Φαληρέα ο οποίος, με αγορές και αντιγραφές, “…άπαντα τα κατά την οικουμένην βιβλία” (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), “…δαπάναις Βασιλικαίς…, εις Αλεξάνδρειαν συνήθροισεν…”, (Τζέτζη, Προλεγόμενα εις Αριστοφάνους Πλούτον). Στις συλλογές αυτές περιλαμβάνονταν, εκτός από το σύνολο της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας, και “… τα των Ιουδαίων νόμιμα…” (Αριστέου, Επιστολή, 9-10), τα οποία μεταφράστηκαν, απετέλεσαν το ελληνικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης και συνέβαλαν στην όσμωση του Ελληνικού και του εβραϊκού πνεύματος, με τις γνωστές συνέπειες στην εξέλιξη της ιστορίας και του πολιτισμού. Ας προστεθή ότι έρευνες για την ανεύρεση βιβλίων διεξάγονταν ακόμη και στα πλοία: τα πρωτότυπα αποτελούσαν αντικείμενο κατασχέσεως, και στους ιδιοκτήτες εχορηγούντο αντίγραφα.
Οργάνωση
Κατά την εποχή του Δημήτριου οι Ελληνικές βιβλιοθήκες ήταν στην πραγματικότητα ιδιωτικές συλλογές χειρογράφων, όπως εκείνη του Αριστοτέλη. Όσον αφορά στην Αίγυπτο, γνωρίζουμε πως στους ναούς υπήρχαν βιβλιοθήκες με θρησκευτικά και κρατικά έγγραφα, όπως σε ορισμένα μουσεία, στην Ελληνική επικράτεια. Ήταν η μεγάλη φιλοδοξία του Πτολεμαίου να συσσωρεύσει όλη τη γνώση, που οδήγησε αυτές τις μικρές συλλογές στην επικράτεια μιας αληθινής βιβλιοθήκης.
Ο Τζέτζης αναφέρει αρκετούς αιώνες αργότερα ότι ο Καλλίμαχος κατέγραψε 400.000 μικτούς παπύρους (πιθανώς αυτοί που περιείχαν πάνω από ένα κεφάλαιο, έργο ή συγγραφέα) και 90.000 αμιγείς. Σε αυτούς βέβαια θα πρέπει να προσθέσουμε και 42.000 παπύρους που βρίσκονταν στο Σαράπειο. Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι διάδοχοι του Πτολεμαίου προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους ήταν σίγουρα μοναδικές. Ο Πτολεμαίος Γ’ συνέταξε μια επιστολή “προς όλους τους ηγεμόνες του κόσμου”, ζητώντας να δανειστεί τα βιβλία τους, (Γαλην. 17.1). Όταν οι Αθηναίοι του έστειλαν τα κείμενα του Ευριπίδη, του Αισχύλου και του Σοφοκλή, εκείνος τα αντέγραψε και επέστρεψε πίσω τα αντίγραφα, κρατώντας τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη. Επίσης, όλα τα πλοία που ελλιμενίζονταν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας, ήταν υποχρεωμένα να υποστούν έρευνα όχι για λαθρεμπόριο, αλλά για πάπυρους που αντιγράφονταν και παραδίδονταν πίσω στους κατόχους τους, αν το επιθυμούσαν. Αυτές οι ανορθόδοξες μέθοδοι, στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύουν τον πρώτο συστηματικό τρόπο συλλογής έργων.
Βιβλιοθηκονομία
Η διαίρεση των συγγραμμάτων σε βιβλία επεβλήθη από τους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Τα μεγάλα βιβλία διαιρέθηκαν σε μικρότερους κυλίνδρους, ώστε κάθε βιβλίο να περιλαμβάνεται σ’ ένα μόνο μικρόν κύλινδρο με αριθμημένους στίχους. Κάθε στίχος είχε έκταση περίπου ενός εξαμέτρου, δηλαδή 16-17 συλλαβών ή 36 γραμμάτων. Τα βιβλία αυτά κατασκευάζονταν από πάπυρο ή από περγαμηνή, ήσαν τοποθετημένα μέσα σε κυλινδρικές θήκες και φυλάσσονταν σε ξύλινα ράφια ευρισκόμενα στις ορθογώνιες κόγχες των τοίχων. Οι συγγραφείς των έργων είχαν κατανεμηθή σε κατηγορίες, σύμφωνα προς ομοειδή γνωστικά αντικείμενα, και σε συγκεκριμένες κόγχες, με την αντίστοιχη ένδειξη.
Βιβλιοθηκάριοι
Ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης διοριζόταν από τον Βασιλέα και πιθανόν έφερε τον τίτλο του “Βιβλιοθηκάριου”. Η σπουδαιότητα του αξιώματος αυτού δηλώνεται από το γεγονός ότι ο εκάστοτε διευθυντής της Βιβλιοθήκης ανελάμβανε την διαπαιδαγώγηση και την εκπαίδευση των Βασιλοπαίδων και του διαδόχου του θρόνου της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου.
Ενδεικτικώς, αναφέρονται τα ονόματα του Ζηνοδότου (285-270), του Ερατοσθένους (284-200), του Απολλωνίου (270-245) και του Αριστάρχου του Σαμόθρακος (175-145). Με την Βιβλιοθήκη και το Μουσείο της Αλεξανδρείας συστηματοποιήθηκαν η καταγραφή, η ανάλυση και η επεξεργασία της Ελληνικής γραμματείας, αναπτύχθηκε η επιστήμη της φιλολογίας, και το βιβλίο κατέστη όργανο προαγωγής της έρευνας και της τεκμηριώσεως, αλλά και της αναπαραγωγής και της διαδόσεως της γνώσεως.
Οι Φιλόλογοι της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης
Στους διαπρεπέστερους φιλολόγους της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης συγκαταλέγονται οι ακόλουθοι: * Φιλητάς ο Κώος (περίπου 300 π.Χ.), συντάκτης του πρώτου εππιστημονικού λεξικού Ατακτα * Ζηνόδοτος ο Εφέσιος (325-260 π.Χ.), πρώτος «βιβλιοθηκάριος». Διεξήγαγε την πρώτη ταξινόμηση και κριτική διόρθωση των βιβλίων, εθεμελίωσε επιστημονικώς την Ομηρική φιλλολογία, συνέγραψε την πρώτη κριτική έκδοση του Πινδάρου και υπομνημάτισε την Θεογονία του Ησιόδου. * Καλλίμαχος ο Κυρηναίος (περίπου 310-240 π.Χ.), συντάκτης του καταλόγου των βιβλίων των δύο βιβλιοθηκών της Αλεξανδρείας, συγγραφεύς περισσότερων των 800 βιβλίων. * Ερατοσθένης ο Κυρηναίος (περίπου 284-200 π.Χ.), ιδρυτής της επιστημονικής γεωγραφίας, της τοπογραφίας, της χρονογραφίας και της χρονολογίας. Στο έργο του Περί αναμετρήσεως της γης ησχολήθη στην μέτρηση του όγκου της γης. Τα πορίσματα των μετρήσεων αυτών προσήγγιζαν την παραγματικότητα. Καθοδήγησαν τον Χριστόφορο Κολόμβο στην αναζήτηση της “άγνωστης ηπείρου” προς Δυσμάς. * Αριστοφάνης ο Βυζάντιος (περίπου 275-180 π.Χ.), θεμελιωτής της φιλολογικής επιστήμης, ιδρυτής της επιστημονικής λεξικογραφίας. Εξέδωκε τον ΄Ομηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς ποιητάς, καθώς και τον Αριστοφάνη. * Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ, (περίπου 215-145). Εκωδικοποίησε την φιλολογική κριτική των αρχαίων κειμένων.
Επιστήμες
Όπως είναι φυσικό η συσσώρευση της γνώσης στην Βιβλιοθήκη είχε ως αποτέλεσμα και μια άνθηση των επιστημών. Οι Αλεξανδρινοί μαθηματικοί εργάστηκαν ιδιαίτερα πάνω στη γεωμετρία, αλλά γνωρίζουμε πως έγιναν συγκεκριμένες έρευνες πάνω στη θεωρία των αριθμών. Άλλωστε οι αριθμοί, από την εποχή του Πυθαγόρα και εντεύθεν ήταν ένα θέμα που συνάρπαζε. Ο Ερατοσθένης ο Βιβλιοθηκάριος ασχολήθηκε με τους αριθμούς και λέγεται πως επινόησε το «σείστρο», μια μέθοδο για την ανακάλυψη νέων πρώτων αριθμών. Το ίδιο θέμα λέγεται πως μελέτησε και ο Ευκλείδης. Ο Εύδοξος ο Κνίδιος, της Ακαδημίας του Πλάτωνα, έγινε γνωστός μια την ανάπτυξη μιας πρώιμης μεθόδου ολοκλήρωσης, για τη χρήση των αναλογιών στα προς επίλυση προβλήματα και τη χρήση τύπων για τη μέτρηση τρισδιάστατων σχημάτων. Ο Πάππος, σοφός του 4ου αιώνα, ήταν ένας από τους τελευταίους Έλληνες μαθηματικούς, ο οποίος επικεντρώθηκε στους μεγάλους αριθμούς και τη μέτρηση των ημικυκλίων (Χειρ. Βατικανού). Επίσης, ήταν εκείνος που ουσιαστικά μετέφερε στο δυτικό κόσμο μετουσιωμένη την αστρολογία που μελέτησε από ανατολικές πηγές. Τέλος ο Θέων και η κόρη του Υπατία συνέχισαν τις σπουδές στα μαθηματικά, σχολιάζοντας έργα των προγενεστέρων τους, αλλά κανένα από τα έργα τους δε διασώθηκε. Για τους Αλεξανδρινούς αστρονόμους η αστρονομία δεν ήταν απλά μια προβολή της τρισδιάστατης Γεωμετρίας στο χρόνο, αν και έτσι την κατέταξαν πολλοί από τους Έλληνες επιστήμονες. Οι κινήσεις των άστρων και του ήλιου ήταν ουσιαστικές για τον καθορισμό και τη χαρτογράφηση των ορίων περιοχών. Για την Αίγυπτο μια τέτοια γνώση ήταν ουσιαστική, καθώς η ετήσια πλημμύρα του Νείλου έσβηνε τα φυσικά ορόσημα ανάμεσα σε διαφορετικές ιδιοκτησίες. Επίσης, για την Αλεξάνδρεια ήταν ζωτικής σημασίας η χρήση των ουράνιων κινήσεων για τη ναυσιπλοΐα, αφού ήταν κέντρο εξαγωγής παπύρου και σιτηρών για όλες τις χώρες της Μεσογείου και η συντόμευση των ταξιδιών ήταν απαραίτητη. Οι προγενέστεροι αστρονόμοι είχαν επικεντρωθεί στα θεωρητικά μοντέλα του σύμπαντος. Οι Αλεξανδρινοί ήταν εκείνοι που προχώρησαν σε λεπτομερείς παρατηρήσεις και μαθηματικά συστήματα, τα οποία μετέτρεψαν την αστρονομία σε εφαρμοσμένη επιστήμη.
Ο Ερατοσθένης έφτιαξε έναν κατάλογο 44 αστερισμών, καταγράφοντας μάλιστα και τους σχετικούς μύθους που τους συνόδευαν, ενώ παράλληλα καταχώρησε σε έναν άλλο κατάλογο 475 απλανείς αστέρες. Επίσης, υπολόγισε την περιφέρεια της γης με σχετική ακρίβεια και προχώρησε στην υπόθεση πως όλες οι θάλασσες επικοινωνούν μεταξύ τους. Στη συνέχεια υπέθεσε πως είναι δυνατός ο περίπλους της Αφρικής και ισχυρίστηκε πως είναι δυνατόν να φτάσει κανείς στις Ινδίες, πλέοντας δυτικά από τις Ηράκλειες Στήλες. Ο Ίππαρχος με τη σειρά του επινόησε το μήκος και το πλάτος, εισάγοντας το σύστημα διαίρεσης του κύκλου σε 360 μοίρες από τη Βαβυλώνα. Επίσης, υπολόγισε τη διάρκεια του έτους με ακρίβεια της τάξης των 6 λεπτών και κατασκεύασε χάρτη των αστερισμών και των άστρων. Ο ίδιος προχώρησε στην υπόθεση πως τα άστρα γεννιούνται και πεθαίνουν. Τέλος, ο Αρίσταρχος ο Σάμιος εφάρμοσε την αλεξανδρινή τριγωνομετρία για να εκτιμήσει την απόσταση και το μέγεθος του ήλιου και της σελήνης, ενώ ταυτόχρονα διατύπωσε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος, για την οποία κατηγορήθηκε σφοδρά. Τριακόσια χρόνια αργότερα ο Πτολεμαίος επεξεργάστηκε μαθηματικά το σύστημα των επικυκλίων για να υποστηρίξει το γεωκεντρικό σύστημα του Αριστοτέλη, το οποίο επιβίωσε ως δόγμα κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι Αλεξανδρινοί γεωμέτρες επεξεργάστηκαν τις αρχές που έθεσαν οι προγενέστεροι Έλληνες μαθηματικοί με νέα στοιχεία, τα οποία άντλησαν από τις Βαβυλωνιακές και Αιγυπτιακές πηγές γνώσης. Λέγεται πως ο Δημήτριος ο Φαληρέας προσκάλεσε τον Ευκλείδη να διδάξει στην Αλεξάνδρεια, το έργο του οποίου «Στοιχεία» υπήρξε η βάση της γεωμετρίας επί σειρά αιώνων. Οι διάδοχοί του, ιδιαίτερα ο Απολλώνιος του 2ου π.Χ. αιώνα και ο Ίππαρχος του 2ου μ.Χ. αιώνα, συνέχισαν την έρευνά του στα κωνικά σχήματα. Ο Αρχιμήδης, ένας από τους πρώτους σχολαστικούς που συνδέονταν με την Αλεξάνδρεια εφάρμοσε τις αστρονομικές και γεωμετρικές Θεωρίες στην κίνηση μηχανικών συσκευών. Ανάμεσα στις εφευρέσεις του κατατάσσονται ο μοχλός και ο κοχλίας, ενώ διατύπωσε και την αρχή της άνωσης. Η υδραυλική με τη σειρά της είναι μια επιστήμη που γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, πάνω στη βάση των «Πνευματικών» του Ήρωνα και γνώρισε μεγαλειώδη ανάπτυξη, δυστυχώς χωρίς εκτεταμένες εφαρμογές.
Οι Αλεξανδρινοί ανέπτυξαν, επίσης, την επιστήμη της ανατομίας, καθώς είχαν το πλεονέκτημα της μελέτης πολλών ειδών από το ζωολογικό πάρκο που βρισκόταν σύμφωνα με τις περιγραφές κοντά στη Βιβλιοθήκη, αλλά και παρατήρησης των μεθόδων ταρίχευσης, σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της Αιγύπτου. Ένας από τους πρώτους επιστήμονές της, ο Ηρόφιλος, συνέλεξε και συνέθεσε τον κώδικα του Ιπποκράτη και προχώρησε σε δικές του μελέτες. Αυτός πρώτος διαχώρισε τα νεύρα και τον εγκέφαλο ως ενιαίο σύστημα, καθόρισε τη λειτουργία της καρδιάς, την κυκλοφορία του αίματος και πιθανώς άλλα ανατομικά χαρακτηριστικά. Ο διάδοχός του Ερασίστρατος συγκεντρώθηκε στο πεπτικό σύστημα και τα αποτελέσματα της διατροφής και διατύπωσε τη θεωρία πως η διατροφή, τα νεύρα και ο εγκέφαλος επιδρούν στις νοητικές ασθένειες. Τελικά, κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Γαληνός διεξήγαγε εκτενείς έρευνες, τις οποίες συνέθεσε σε δεκαπέντε βιβλία για την ανατομία και την τέχνη της ιατρικής.
Ο Αιγυπτιακός Τομέας
Όπως προαναφέρθηκε, ο σκοπός της Βιβλιοθήκης ήταν να συλλέξει όλη τη γνώση του γνωστού τότε κόσμου. Έτσι, ένα σημαντικό τμήμα της που χρειάζεται να αναφερθεί είναι ο Αιγυπτιακός τομέας. Ο ιδρυτής της Δυναστείας των Πτολεμαίων συνειδητοποίησε πως μια προσεκτική μελέτη της Αιγύπτου και των κατοίκων της ήταν αναγκαία, προκειμένου να στεριώσει τη μοναρχία του σε μια σταθερή βάση. Ενθάρρυνε, λοιπόν, τους Αιγυπτίους ιερείς να συγκεντρώσουν τα αρχεία της παρελθούσας παράδοσης κληρονομιάς και να τα διαθέτουν στους Έλληνες επιστήμονες και ανθρώπους των γραμμάτων, τους οποίους προσκαλούσε στο Βασίλειό του. Ο Διόδωρος μας παρέχει μια περιγραφή του τι συνέβαινε στα πρώιμα στάδια της Βιβλιοθήκης. «Όχι μόνον», λέγει, «παρείχαν οι ιερείς τα αρχεία τους, αλλά πολλοί, επίσης, από τους Έλληνες που έφτασαν ως τις Θήβες συνέθεσαν ιστορίες της Αιγύπτου, ένας από τους οποίους ήταν ο Εκαταίος ο Αβδηρίτης», (Διόδ. Ι. 46.8). Με τούτο το σχόλιο δύο ονόματα έρχονται κατά νου, ο Μανέθων και ο Εκαταίος. Ο Μανέθων είναι ο φημισμένος αρχιερέας της Ηλιούπολης, με μεγάλες γνώσεις για τις παραδόσεις της χώρας του.
Ο Πτολεμαίος, μάλιστα, τον συμβουλεύτηκε για την υιοθέτηση του Σάραπι ως επίσημη θεότητα για τη νέα δυναστεία του. To έργο του Μανέθωνα ήταν να συλλέγει πληροφορίες από τα «ιερά αρχεία», έτσι ώστε να κατορθώσει να συνθέσει μια πλήρη αιγυπτιακή ιστορία στα Ελληνικά (Αιγυπτιακά), την οποία αφιέρωσε στον Πτολεμαίο Β’ (Διόδ. 1.87.1-5 και 88.4). Εξαιτίας της αναμφισβήτητης γνώσης του για τη γλώσσα, αλλά και την ιστορία της Αιγύπτου, το πλήρες έργο του θα είε μοναδική σημασία για τις επόμενες γενιές. Δυστυχώς, όμως, σώθηκε μόνον αποσπασματικά. Παρόλα αυτά οι χρονολογικές ταξινομήσεις του για τις αιγυπτιακές δυναστείες και τους βασιλείς είναι ανυπολόγιστης αξίας για την αρχαιολογία και την ιστορία, όπως και η ταξινόμηση των Φαραώ σε τριάντα δυναστείες και τρεις μείζονες περιόδους, οι οποίες υιοθετούνται ακόμη από τους σύγχρονους Αιγυπτιολόγους. Όσον αφορά τον Εκαταίο, ήταν ένας από τους Έλληνες συγγραφείς που προσκάλεσε ο Πτολεμαίος Α’ να μείνουν στη χώρα του και να γράψουν την ιστορία της. Τα Αιγυπτιακά του δε σώθηκαν ολοκληρωμένα, αλλά μεγάλα αποσπάσματά τους ενσωματώθηκαν στις «Ιστορίες» του Διόδωρου. Εκτός από το μεγάλο όγκο των ελληνικών έργων και ένα πλήρη κώδικα των Αιγυπτιακών αρχείων, υπάρχουν μαρτυρίες πως στη Βιβλιοθήκη ενσωματώθηκαν έργα από άλλα έθνη. Οι ανατολικές θρησκείες ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη και σύμφωνα με τον Πλίνιο ένα πολύτομο έργο 2.000.000 γραμμών γράφτηκε από τον Έρμιππο. Ένα τόσο φιλόδοξο έργο ήταν δυνατό να αναληφθεί μόνον αν υπήρχε λεπτομερειακό υλικό στη Βιβλιοθήκη για τη Μαζδαϊκή λατρεία. Επίσης, υπήρχαν Βουδιστικά κείμενα, εξαιτίας των ανταλλαγών που έλαβαν χώρα ανάμεσα στον Ασόκα και τον Φιλάδελφο. Η διανοητική περιέργεια και το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον αναμφίβολα ώθησαν τους λόγιους να μελετήσουν και να γράψουν για τις ανατολικές και τις αρχαίες θρησκείες, αλλά οι ουσιαστικοί λόγοι για τους οποίους έγιναν κάποιες μεταφράσεις, διακρίνονται στην προσπάθεια μετάφρασης της Παλαιάς Διαθήκης. Τούτη η μετάφραση από τα Εβραϊκά στα Ελληνικά ήταν πρακτικά αναγκαία για τη μεγάλη Ιουδαϊκή κοινότητα της Αλεξάνδρειας, ήδη εξελληνισμένη κατά το τέλος του 3ου π.X.
Παρόλο που η συγκεκριμένη προσπάθεια ντύθηκε το μανδύα της υπερβολής και της θαυματουργίας, στην πραγματικότητα έγινε αποσπασματικά και κράτησε από τον 3ο ως τον 2ο π.Χ. αιώνα. To σημαντικό στην όλη περίπτωση είναι ότι ένα τέτοιο επίτευγμα έγινε δυνατό στην Αλεξάνδρεια, όπου το αρχειακό υλικό επέτρεψε την πραγματοποίησή του. Η Μετάφραση των Εβδομήκοντα επιβίωσε ως το πολυτιμότερο έργο στην ιστορία των μεταφράσεων και είναι αναπόσπαστο κομμάτι όλων των Βιβλικών μελετών.
Ρωμαϊκή και Αραβική Κατάκτηση
Αυτό το λαμπρό επίτευγμα του πολιτισμού δεν έμελλε να επιβιώσει. Η πρώτη μεγάλη καταστροφή έρχεται με την πολιορκία του Ιουλίου Καίσαρα στο Βρουχείον από τον Αχίλα. Θέλοντας να εμποδίσει τον αντίπαλό του από την ελεύθερη είσοδο στο λιμάνι, ο Ιούλιος Καίσαρας έκαψε το Ρωμαϊκό του στόλο, αποτελούμενο από 72 πλοία, μαζί με εκείνα που κατασκευάζονταν στα ναυπηγεία. Η φωτιά μεταδόθηκε στην ξηρά στο λιμάνι και τότε κάηκε η βιβλιοθήκη του Βρουχείου. To γεγονός πιστοποιεί ο Σενέκας (De tranquillitate animiΙΧ), παραπέμποντας στον Τίτο Λίβιο, ο Πλούταρχος (Βίος Καίσαρος), ο Δίων Κάσσιος και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος. Έγιναν αρκετές προσπάθειες για την αποκατάσταση του ονόματος του Ιουλίου Καίσαρα, και κάποιες από αυτές ήταν πειστικές. Εκείνο που έχει σημασία, όμως, είναι το γεγονός πως από την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης άρχισε η κατάπτωση και η καταστροφή. Όχι μόνον σταμάτησε η απόκτηση νέων χειρογράφων, αλλά τα πολυτιμότερα από αυτά έπαιρναν το δρόμο για τη Ρώμη. Οι μεγάλες ταραχές και συχνές πολιορκίες επιτάχυναν την αποσύνθεση. Η συμφορά επί Καρακάλλα είδαμε πως έπληξε ιδιαίτερα το Μουσείο. To 270 στην πολιορκία του Αυρηλιανού κατασκάφτηκε το μεγαλύτερο τμήμα του Βρουχείου. Με τη σειρά του στον Σουΐδα αναφέρεται πως ο Διοκλητιανός στο τέλος του 3ου αιώνα έλαβε νομοθετικά μέτρα για τη διοίκηση των βιβλιοθηκών και έδωσε εντολή να καούν τα χειρόγραφα που πραγματεύονταν την Αιγυπτιακή χημεία. Η δεύτερη καταστροφή συνέβη επί αυτοκράτορα Καρακάλλα. Ο Καρακάλλας, επιθυμώντας να εκδικηθεί τους Αλεξανδρινούς για τα δηκτικά τους σχόλια σε βάρος του, όχι μόνον κατέσφαξε όλη τη νεολαία της ευγενούς τάξης, αλλά και δήμευσε και την περιουσία του Μουσείου, του ενός από τα τρία φημολογούμενα κτίρια της Βιβλιοθήκης, έδιωξε τους σοφούς και κατέστρεψε τη βιβλιοθήκη.
Ο Δίων Κάσσιος αναφέρει σχετικά «Και δη τους φιλοσόφους, τους Αριστοτελικούς ονομαζόμενους, τα τε άλλα δεινώς εμίσει, ώστε και τα βιβλία αυτού (του Αριστοτέλη) κατακαύσαι εθελήσαι και τα συσσίτια, α εν τη Αλεξανδρεία είχον, τας τε λοιπάς ωφελείας όσας εκαρπούντο αφείλετο» (OZ’ ζ’ 22). Ο αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος προσπάθησε να επανορθώσει τo αδίκημα, ανανεώνοντας τα συσσίτια και επιστρέφοντας όσα δημεύθηκαν, αλλά από τότε το Μουσείο άρχισε να οδηγείται προς την παρακμή, υφιστάμενο μάλιστα και την αντίπραξη της Κατηχητικής Σχολής. Το 391 μ.Χ. με παρακίνηση του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεόφιλου, καταστράφηκε ο ναός του Σέραπι, ως αποκορύφωμα του διατάγματος της 24ης Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, επί Θεοδοσίου και σε μια περίοδο που ήδη αρκετά ιερά της υπαίθρου αλλά και μερικοί ναοί των πόλεων καταστράφηκαν από χριστιανούς. Στο Ελληνορωμαϊκό Μουσείο υπάρχουν τα τεκμήρια μιας μεγάλης καταστροφής. Έρχεται και η Αραβική κατάκτηση το 642 μ.Χ. για να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο Αμπντούλ Φαράγκ, μονοφυσίτης επίσκοπος και ιστορικός του 13ου αιώνα αναφέρει τα εξής: O Ιωάννης Φιλόπονος (490-570 μ.Χ), περίφημος βιβλιόφιλος, εξαιτίας της εύνοιας που απολάμβανε από τον κατακτητή Αμρ ελ Ας, πέτυχε να του δοθούν όλα τα βιβλία της πόλης. Έδειξε τόσο μεγάλη χαρά και επαίνεσε τόσο την αξία των παπύρων, ώστε ο Αμρ ζήτησε και τη γνώμη του χαλίφη Ομάρ. «Αν περιέχουν αυτά τα χειρόγραφα ό,τι και το Κοράνιο είναι περιττά. Αν περιέχουν πράγματα αντίθετα, τότε είναι επιζήμια», του απάντησε εκείνος. Διατάχθηκε, λοιπόν, να ριχτούν στην πυρά ως καύσιμη ύλη για τα τετρακόσια λουτρά της πόλης. To γεγονός επαναλαμβάνει μετά από μισό αιώνα περίπου ο Αμπντούλ Λατίφ, αργότερα ο Ιμπν αλ Κίφτι, ο Αμπούλ Φέντα κ.α.
Το Πρότυπο της Καταστροφής της Αλεξάνδρειας
Η Βιβλιοθήκη “η του Μουσείου” απετέλεσε το πρότυπο για την ίδρυση και την οργάνωση, αλλά και το κέντρον εφοδιασμού, μεταξύ άλλων, και της δημόσιας Βασιλικής Βιβλιοθήκης και του αντιγραφικού εργαστηρίου, που ιδρύθηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 357 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Β΄. Η σημασία του γεγονότος αυτού καθίσταται φανερή από το ότι η Βασιλική Βιβλιοθήκη παρείχε την υποδομή για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του Πανεπιστημίου της Μαγναύρας στην Κωνσταντινούπολη, από τους πρώτους Βυζαντινούς χρόνους ως την Άλωση. Χάρη στο Πανεπιστήμιο αυτό διατηρήθηκαν οι κλασσικές σπουδές. Η μετακίνηση των σπουδών αυτών στη Δύση επροκάλεσε την Αναγέννηση.
Τα Αίτια Καταστροφής της Βιβλιοθήκης
Κατά την πολιορκία της Αλεξανδρείας από τον Καίσαρα, το 47 π.Χ., μεγάλο τμήμα της Βιβλιοθήκης του Μουσείου κατεστράφη, από πυρκαϊά. Για την αναπλήρωση των απωλειών ο Αντώνιος, το 41 π.Χ., μετέφερε στην Αλεξάνδρεια την Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου υπέστη εκτεταμένες καταστροφές το 272 μ.Χ. Προφανώς, κατόπιν του διατάγματος του αυτοκράτορος Θεοδοσίου (391 μ.Χ.), με το οποίον απαγορευόταν η λειτουργία ιερών και ιδρυμάτων της αρχαίας θρησκείας, η βιβλιοθήκη αυτή κατεστράφη ολοσχερώς από ζηλωτάς μοναχούς. Η εναπομείνασα Βιβλιοθήκη του Μουσείου κατεστράφη το 642 μ.Χ. με την Αραβική κατάκτηση της Βυζαντινής Αιγύπτου. Η κατάκτηση αυτή εμπνεόταν από την ιδεολογία του ιερού Ισλαμικού πολέμου των Αράβων κατά των απίστων (Τζιχάντ), και πιθανόν στην ιδεολογία αυτήν να οφείλεται η τελική καταστροφή της Αλεξανδρινής Βιβλιοθήκης. Νεώτεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι με την οριστική καταστροφή της βιβλιοθήκης αυτής, χάθηκαν τα 4/5 της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Το Τέλος
Τι απέγιναν τα χειρόγραφα, όσα τουλάχιστον επιβίωσαν από την καταστροφή; Άλλα στάλθηκαν στη Ρώμη, άλλα βρέθηκαν στην κατοχή μοναστηριών και κατόπιν στις βιβλιοθήκες του Βυζαντίου, οι οποίοι τα διέσωσαν και αντέγραψαν απο πάπυρους σε περγαμηνές περί το 89%. Άλλα βρέθηκαν στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη του Καΐρου, άλλα τα έκρυψαν Άραβες λόγιοι για να τα γλιτώσουν από την καταστροφή, ενώ άλλα βρέθηκαν σε ιδιωτικές συλλογές.
Αρκεί να αναφέρουμε πως ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις δώρισε στο Βασιλιά της Αγγλίας Κάρολο Α’ τον περίφημο Αλεξανδρινό κώδικα, ένα πολύτιμο χειρόγραφο του 4ου αιώνα. Οι Αραβοχριστιανοί, έσωσαν και μετέφρασαν πολλά από τα Ελληνικά συγγράμματα περί το 8% μέχρι την επέλεση του Ισλαάμ όπου και καταστράφηκαν πολλές λογοτεχνικές αντιγραφές επειδή κατηγορήθηκαν σαν αιρετικές και διεσώθησαν μόνο τα μαθηματικά και η αστρονομία. Έτσι, η Βιβλιοθήκη τράβηξε το δρόμο της ως το τέλος μέσα από τις σφοδρές κοινωνικές, θρησκευτικές και πολιτικές αντιθέσεις ενός κόσμου που διαρκώς άλλαζε μορφή. Αν και δεν μπορούμε, λόγω έλλειψης στοιχείων, να είμαστε σίγουροι για την ακριβή χρονολογική σειρά των γεγονότων, είμάστε βέβαιοι πως στις πηγές από τις οποίες αντλούμε τη γνώση μας κρύβεται ένα κομμάτι από την αλήθεια. Η Βιβλιοθήκη δεν άντεξε μπρος στο κύμα των κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν σε εκείνη την εποχή. To χειρότερο από όλα είναι ότι κανείς από τους εχθρούς της δε στάθηκε δυνατό να εκτιμήσει την πραγματική αξία της. Οι Χριστιανοί λόγιοι πολύ αργότερα κατάλαβαν τι έγινε και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να διασώσουν τα λιγοστά ψήγματα που απέμειναν με μια μνημειώδη προσπάθεια αντιγραφής κειμένων στις μοναστικές βιβλιοθήκες, το ίδιο και οι Άραβες. Βέβαια, κανείς δεν είναι σε θέση να καταγγείλει τον ένα και μοναδικό υπεύθυνο της καταστροφής της περίφημης βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Ίσως επειδή τελικά, ο υπεύθυνος δεν ήταν μόνο ένας αλλά η καταστροφή της έγινε σταδιακά, ξεκινώντας από την πυρκαγιά επί Ιουλίου Καίσαρα το 48 π.Χ. και με πιθανή οριστική χρονολογία το 297 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού. Τότε φαίνεται να έρχεται πραγματικά το τέλος της μεγάλης βιβλιοθήκης, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ζηνοβία και τον Αυρηλιανό, οπότε, όπως γράφει ο Αμμιανός, η Αλεξάνδρεια έχασε τη συνοικία (amisit regionem) του Βρουχείου: «quae Bruchion appellabatur, diuturnum praestantium hominum domicilium» (XXII, 16, 15). Και όπως παρατηρεί λίγα χρόνια αργότερα ο Επιφάνιος, άλλοτε στη συνοικία αυτή υπήρχε η βιβλιοθήκη «και τώρα η έρημος» (PG 43,249C-252A).
Μία από τις πιο γνωστές μαρτυρίες για τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προέρχεται από το 1780 περίπου και είναι αυτή του σημαντικού ιστορικού και οπαδού του Διαφωτισμού, Έντουαρντ Γκίμπον ο οποίος για την καταστροφή κατηγόρησε αποκλειστικά τους Χριστιανούς κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 391 μ.Χ. επί επισκόπου Θεοφίλου. Ιστορικοί που διακρίνουν στοιχεία προκατάληψης από τον Γκίμπον ενάντια στον Xριστιανισμό, θεωρούν ότι ο Γκίμπον, από εσφαλμένη εκτίμηση, συνέχεε τη βασιλική βιβλιοθήκη με εκείνη που βρισκόταν κοντά στον ναό του Σέραπι. Σχετικά με τις αναφορές του Γκίμπον για το θέμα αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε μια αντίστοιχη περίπτωση της ιστορίας, με ευκολία αθώωνε τους Άραβες για την μεγάλη μαρτυρούμενη καταστροφή βιβλίων στην Αλεξάνδρεια στις αρχές του 7ου αιώνα και είναι ενδεικτικό ένα απόσπασμα στο οποίο υπερασπίζει τους Άραβες: «Αν όμως, οι ογκώδεις τόμοι των διχογνωμιστών, αρειανών και μονοφυσιτών, χρησιμοποιήθηκαν πραγματικά για τη θέρμανση των δημόσιων λουτρών, ο φιλόσοφος θα παραδεχτεί χαμογελώντας ότι εντέλει θυσιάστηκαν για το καλό της ανθρωπότητας».
Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας
Με τον όρο Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, ή bibliotheca alexandrina εννοείται η προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Βιβλιοθήκης στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου υπό την αιγίδα της UNESCO και της Αιγυπτιακής κυβέρνησης. Από το 2002 που έγινε η έναρξή της η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας προμηθεύει την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα και κάθε ενδιαφερόμενο που μπορεί να έχει πρόσβαση στα αρχεία της με μοναδικές συλλογές γνώσης πάνω σε θέματα αρχαίων και Μεσαιωνικών πολιτισμών, καθώς και σύγχρονων επιστημών και προσφέρει τα μέσα για κοινωνικές και οικονομικές μελέτες σε τοπικό, διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο.
Τοπογραφία
Η Νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας βρίσκεται παράλληλα στη Σχολή Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αλεξάνδρειας και κοιτάζει προς τη Μεσόγειο με τη βόρεια πλευρά της. Η περιοχή της Σελσέλα, όπως ονομάζεται, είναι σχεδόν η ίδια περιοχή με εκείνη την οποία καταλάμβανε η αρχαία βιβλιοθήκη. Στην περιοχή του Βρουχίου αποκαλύφθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία φιλοξενούνται πλέον στο Μουσείο της Βιβλιοθήκης. Η θέα προς τον ανατολικό λιμένα αποκαλύπτει τo παλιό φρούριο των Μαμελούκων στο Καΐτ Μπέι, το οποίο χτίστηκε το 1480, πάνω στα χαλάσματα του περίφημου Φάρου. Η Βιβλιοθήκη σχεδιάστηκε έτσι ώστε να συγκλίνει προς τη θάλασσα, ενώ ένα τμήμα της είναι βυθισμένο σε μια δεξαμενή νερού, έτσι ώστε να συμβολίζει τον αρχαίο Αιγυπτιακό ήλιο που προβάλλει από τη θάλασσα. Η επικλινής στέγη του οικοδομήματος επιτρέπει την έμμεση χρήση του ηλιακού φωτός στα περισσότερα τμήματα της βιβλιοθήκης και ταυτόχρονα δίνει καθαρή θέα προς τη θάλασσα. Σχεδιασμένος σαν βέλος ένας αεροδιάδρομος ενώνει τη βιβλιοθήκη με το Πανεπιστήμιο, ενώ όλο το κτίριο είναι περιτειχισμένο με πέτρα από γρανίτη του Ασουάν, πάνω στον οποίο είναι σχεδιασμένα καλλιγραφικά γράμματα και αντιπροσωπευτικές επιγραφές από όλους τους πολιτισμούς του κόσμου. Στην ουσία ο όλος σχεδιασμός αποδίδει την κληρονομιά του παρελθόντος και την αναβίωση μιας πολιτισμικής ακτινοβολίας που αγγίζει και τις πιο μακρινές γωνιές του κόσμου. Η βιβλιοθήκη καλύπτει μια συνολική περιοχή 40.000 ενώ το συνολικό εμβαδόν των ορόφων της καλύπτει τα 69.000 μ2. Έχει 13 ορόφους μέσα στους οποίους υπάρχουν 3.500 θέσεις μελέτης, 8.000.000 τόμοι (προς το παρόν), 50.000 χάρτες, 100.000 χειρόγραφα, 30 βάσεις δεδομένων, 10.000 σπάνιες εκδόσεις, 200.000 δίσκοι και μαγνητοταινίες με μουσικά θέματα, 50.000 βίντεο και 578 εργαζόμενοι (προς το παρόν). Οπωσδήποτε οι αριθμοί θα αλλάξουν δραστικά μέσα στην επόμενη δεκαετία, καθώς αναμένεται μεγαλύτερη ανταπόκριση από τις κυβερνήσεις για οικονομική και σε είδος βοήθεια, αυστηρά σε θέματα ανάπτυξης της βιβλιοθήκης. Στο όλο σύμπλεγμα τέλος περιλαβάνεται συνεδριακό κέντρο με 3.200 θέσεις, μουσείο επιστημών, πλανητάριο, σχολή πληροφορικής, ινστιτούτο καλλιγραφίας και μουσείο.
Φωτογραφικό Υλικό
The Revival of the Librady of Alexandria (video presentation)
Πηγές:
(1) http://el.wikipedia.org/wiki/Βιβλιοθήκη_της_Αλεξάνδρειας
(2) http://el.wikipedia.org/wiki/Νέα_Βιβλιοθήκη_της_Αλεξάνδρειας