Το Ιστορικό της κατασκευής του Κολοσσού – Χρήστος Δ. Λάζος (3/3)

Ε) Πώς κατασκευάστηκε

Φανταστική-αναπαραστάση-Κολοσσού-και-του-τρόπου-κατασκευής-του-από-τον-Albert-Gabriel

Στην Ελλάδα, το γεγονός ότι στο πάνθεον του Ολύμπου περιλαμβανόταν και ένας θεός μεταλλουργός, ο Ήφαιστος, σημαίνει ότι από τα πανάρχαια χρόνια η μεταλλουργία ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη. Η εξέλιξη αυτής της τέχνης έφτασε στο απόγειό της κατά την Ελληνιστική κυρίως περίοδο. Δυστυχώς, όμως, τα μεγάλα έργα από μέταλλο, κυρίως τα χάλκινα, όσα δεν βυθίστηκαν στη θάλασσα σε κάποια ναυάγια, σχεδόν όλα καταστράφηκαν, αφού συνήθως τα έλιωναν, καθώς το μέταλλο ήταν πολύτιμο στην αρχαία εποχή, κι έτσι χύτευαν τα νεότερα αγάλματά τους.

Ο Κολοσσός της Ρόδου αποτελεί μοναδικό τεκμήριο της μεγάλης ιδεολογικής, πολιτισμικής και αισθητικής αξίας αυτών των αγαλμάτων, αφού σχεδόν πάντοτε τα τοποθετούσαν σε λατρευτικούς χώρους, χωρίς να εξαιρείται η παρουσία τους και σε δημόσια κτήρια ή οικίες ηγεμόνων και πλουσίων . Όμως τα κατ’ εξοχήν μεγάλα αγάλματα από ορείχαλκο ήταν αφιερωμένα σε θεούς ή ημίθεους.

Η βασική μέθοδος κατασκευής ενός μεταλλικού αγάλματος ήταν αυτή του «χαμένου κεριού», που αποτελούνταν από πέντε στάδια : 1) Κατασκευαζόταν ένα χωμάτινο πρόπλασμα που έμοιαζε αρκετά με την τελική μορφή του γλυπτού, το οποίο στηριζόταν σ’ έναν ξύλινο σκελετό. 2) Πάνω στο πρόπλασμα αυτό τοποθετούνταν λεπτό στρώμα κεριού στο οποίο διαμορφωνόταν με λεπτομέρειες η τελική μορφή του αγάλματος . 3) Στο κέρινο αυτό ομοίωμα προσαρμόζονταν εξωτερικά κέρινοι αγωγοί και όλο το κατασκεύασμα καλυπτόταν από παχύ στρώμα χώματος. 4) Ο χωμάτινος αυτός όγκος θερμαινόταν πολύ καλά ώστε το χώμα να σκληρύνει, ενώ παράλληλα το κερί στο εσωτερικό του έλιωνε και στη θέση του δημιουργούνταν κενό. Στο κενό αυτό χυνόταν στη συνέχεια λιωμένος μπρούντζος ο οποίος έπαιρνε τη θέση που είχε το κερί. 5) Αφαιρούνταν, τέλος, ο χωμάτινος όγκος, καθώς και οι εξωτερικοί αγωγοί. Ακολουθούσε η τελική επεξεργασία του γλυπτού και η λείανσή του.

Η μέθοδος αυτή ακολουθούνταν για έργα σχετικά μικρού μεγέθους αλλά όχι και για τεράστια αγάλματα όπως ο Κολοσσός. Στην περίπτωση του γίγαντα αυτού ακολουθήθηκε διαφοροποιημένη μέθοδος, περιγραφή της οποίας έχουμε από το κείμενο του Φίλωνος του Βυζάντιου. Ο Φίλων, ο οποίος είχε δει τον Κολοσσό σπασμένο, αναφέρει ότι ο Χάρης ο Λίνδιος κατασκεύασε το άγαλμα όπως ένας αρχιτέκτονας θα έκτιζε ένα σπίτι, αρχίζοντας δηλαδή από κάτω, από τα άκρα, προσθέτοντας σιγά-σιγά τα υπόλοιπα τμήματα . Πρώτα έστησε πάνω στη βάση από λευκό μάρμαρο το κατώτερο τμήμα των ποδιών του αγάλματος μέχρι τα σφυρά. Από το σημείο αυτό κολλούσε σιγά-σιγά τα διάφορα τμήματα του Κολοσσού, τα οποία ήταν βασισμένα σε αναλογίες και είχαν κατασκευαστεί με τη μέθοδο του «χαμένου κεριού», κομμάτι-κομμάτι. Έτσι έφτασε έως την κορυφή, ενώ, θέλοντας η εργασία να μη γίνεται με σκαλωσιές, μόλις κολλούσε τα τμήματα, συσσώρευε γύρω τους χώμα, περιβάλλοντας έναν χωμάτινο λόφο τον Κολοσσό, ο οποίος απομακρύνθηκε μετά την κατασκευή του έργου έχοντας εκπληρώσει το σκοπό του, δηλαδή να διευκολύνει τις εργασίες τευσης και συγκόλλησης των διαφόρων τμημάτων του Κολοσσού, κάτι που δεν θα ήταν δυνατό να γίνει αν γύρω από το άγαλμα στηνόταν σκαλωσιά. Αντιλαμβανόμαστε πόσες χιλιάδες κοφίνια χρειάστηκαν για την απομάκρυνση ενός λόφου ύψους 30 μ.(!} περίπου.

Ιδιοφυής ήταν και η στήριξη του Κολοσσού εσωτερικά. Δύο τεράστιες σιδερένιες δοκοί ξεκινούσαν από το εσωτερικό των ποδιών του και ενώνονταν στο σημείο που τελείωνε το κεφάλι του, όπου και συγκολλήθηκαν . Κατά διαστήματα αυτές οι κάθετες δοκοί ήταν συνδεδεμένες με οριζόντιες, που διέτρεχαν εγκαρσίως το εσωτερικό του κορμού και εφάπτονταν με τον εξωτερικό σκελετό, το χυτευμένο περίβλημα, για μεγαλύτερη στήριξη. Επιπρόσθετα σε αρκετά μεγάλο ύψος από τη βάση και γύρω από τις κάθετες δοκούς είχαν τοποθετηθεί τεράστιοι ογκόλιθοι, συνδεμένοι μεταξύ τους, που στήριζαν καλύτερα τον Κολοσσό. 

Κολοσσός-της-Ρόδου-τοποθετημένος-στο-φάρο-της-Αλεξάνδρειας-από-ψηφιδωτό-της-Κυρηναικής

Το πάχος του μπρούντζου που σχημάτιζε το περίβλημα του αγάλματος δεν πρέπει να ήταν μεγάλο. Ο Le Camp το υπολογίζει γύρω στη μία ίντσα, δηλαδή 2,5 εκατοστά, υποθέτοντας ότι ένα τέτοιο πάχος θα μπορούσε να αντέξει την πίεση του ανέμου, και, ταυτοχρόνως, διαφωνεί με την άποψη του Φίλωνος, σύμφωνα με την οποία ο Χάρης, «…αφού χρησιμοποίησε 500 χάλκινα τάλαντα και 300 σιδερένια, έκανε αριστοτεχνικά έναν θεό όμοιο με τον πραγματικό θεό και έδωσε στον κόσμο έναν δεύτερο ήλιο». Κάνοντας τον υπολογισμό ότι 500 χάλκινα τάλαντα ισοδυναμούν με 15 τόνους και 300 σιδερένια με 9 τόνους, ο Le Camp δηλώνει ότι ο Φίλων έκανε ένα τραγικό λάθος. Η συγκεκριμένη ποσότητα υλικού (15 + 9 τόνοι) θα επαρκούσε για έναν άγαλμα με πάχος το 1/6 της ίντσας, δηλαδή περίπου 5-6 χιλιοστά, πάχος, που, φυσικά, δεν θα άντεχε στην πίεση του αέρα. Αντίθετα, η πληροφορία που έχουμε για τnι χρησιμοποίηση 900 καμηλών για τη μεταφορά του σπασμένου γίγαντα εναρμονίζεται με τις μαθηματικές μετρήσεις, αφού το συνολικό βάρος του αγάλματος, με πάχος μιας περίπου ίντσας (2,5 εκ.}, μας δίνει βάρος περισσότερο από 200 τόνους.

Απομένει ένα σημαντικό θέμα, που αφορά τη συγκόλληση των τμημάτων του Κολοσσού, τα οποία παρασκεύαζε ο Χάρης με τη μέθοδο του «χαμένου κεριού». Ως πηγή μου στο ζήτημα αυτό χρησιμοποιώ τις γνώσεις ενός ειδικού, του Σταύρου Πρωτόπαπα, χημικού στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που αναφέρει:

Χυτευτικός-λάκος-κολοσσικά-χάλκινα-αγάλματα-χυτήριο-Χάρις-Κάντζια-Gerhard-Zimmer-Ρόδο

«Τα μεγάλα έργα κατασκευάστηκαν τμηματικά, δηλαδή ξεχωριστά τα χέρια, τα πόδια, n κεφαλή κ.ά. Για να δοθεί στη συνέχεια ενιαία μορφή, η συναρμολόγηση πραγματοποιόταν με συγκόλληση. Η τεχνική της συγκόλλησης στην αρχαία τεχνολογία διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη μηχανική και τη μεταλλουργική […]. Ως προς τη δεύτερη τεχνική τη μεταλλουργική συγκόλληση, η οποία αποτελούσε και τη βασική τεχνική για μεγάλα αγάλματα χρησιμοποιήθηκαν δύο κύριες παραλλαγές: τοι κή τήξη των επιφανειών που επρόκειτο να συγκολληθούν ή επιτόπια εισαγωγή παραπλήσιας σύνθεσης κράματος υπό μορφή τήγματος μεταξύ των δύο τμημάτων που επρόκειτο να συγκολληθούν. υψηλή θερμοκρασία αυτού του πρόσθετου τήγματος έτηκε ένθεν και ένθεν τις επιφάνειες, οι οποίες επρόκειτο να συγκολληθούν και συνεπώς επιτελούνταν μια επιτόπια ένωση. Βέβαια, στη συνέχεια απαιτούνταν σφυρηλασία, λείανση, στίλβωση κ.λπ για να μη διακρίνεται η ένωση, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα . Σε γενικές γραμμές η μεταλλουργική συγκόλληση ήταν η κύρια τεχνική των μεγάλων ελληνικών μπρούντζινων αγαλμάτων>> .

Οι γνώσεις αυτές για την τεχνική και τεχνολογία της χύτευσης γιγάντιων γλυπτών στην αρχαία Ρόδο επιβεβαιώθηκαν από τις ανακαλύψεις εννέα εργαστηρίων στην πόλη της Ρόδου από την αρχαιολόγο Χάρι Κάντζια το 1975. Αφορμή ήταν μια σωστική ανασκαφή που έγινε σε οικόπεδο της οδού Διαγορίδων (ανήκε στον Νάσο Μυλωνα που οδηγούσε στην Ακρόπολη αι όπου βρέθηκε μεγάλο εργαστήριο χύτευσης ορειχάλκινων αγαλμάτων. Όπως αναφέρει ο Dr Gerhard Zimmer, «Η προσεκτική αποκάλυψη του χώρου από τη Χάρι Κάντζια το 1975 και 1988 επέτρεψε την αναπαράσταση ενός σχεδόν πλήρους εργαστηρίου, στο οποίο κατασκεύαζαν κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Στο κέντρο της προσοχής βρέθηκαν δύο ελλειπτικοί στο σχήμα λάκκοι, σκαμμένοι παράλληλα στο μαλακό βραχώδες έδαφος. Οι κατακόρυφοι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι στο επάνω μέρος από τούβλα μένα στον ήλιο, 11ου εξασφάλιζαν την απαιτούμενη σταθερότητα ως το δάπεδο του εργαστηρίου. Καλύτερα διατηρημένος είναι ο βορειότερος λάκκος, συνολικού μήκους 11 μ. και μέγιστου πλάτους 3,25 μ. Από τις δυο πλευρές, αδρά σκαλισμένα σκαλοπάτια οδηγούσαν κάτω στο δάπεδο του λάκκου .Δεδομένου ότι διατηρούνταν κατάλοιπα της δυτικής πρόσβασης στο γειτονικό οικόπεδο, έγινε δυνατή n αναπαράσταση του αρχικού δαπέδου του εργαστηρίου και μετρήθηκε το συνολικό βάθος, που ήταν 3,60 μ. Η εγκατάσταση αυτή χρησίμευε στην κατασκευή πήλινων καλουπιών για τn χύτευση αγαλμάτων ή τμημάτων τους, το ψήσιμο και, τέλος, το γέμισμά τους από λιωμένο ορείχαλκο. Η κατασκευή καλουπιού στον προπαρασκευασμένο λάκκο γινόταν με πολύ απλό τρόπο, αν και ήταν σύνθετη διαδικασία που απαιτούσε υψηλό βαθμό τεχνικής παράδοσης και πείρας .Σ’ ένα βάθρο σκαλισμένο στο βράχο συνέθεταν και ένωναν τα κομμάτια του κέρινου καλουπιού. Οι αρμοί καλύπτονταν και λειαίνονταν με κερί χρησιμοποιώντας καυτή σπάτουλα».

Χάρις-Κάντχια-μέσα-στο-χυτήριο-που-ανέσκαψε-μαζί-με-Gerhard-Zimmer

Σ’ ένα άλλο οικόπεδο (του Τζεδάκη) βρέθηκε ένα δεύτερο εργαστήριο τήξης, στα απορρίμματα του οποίου εντοπίστηκαν πήλινα τμήματα από ακροφύσια φυσερού και ίχνη φωτιάς που παρατηρήθηκαν και υποδεικνύουν τη διαδικασία της τήξης, έτσι όπως ήδη αναφέρθηκε. Από τα εννέα συνολικά εργαστήρια χύτευσης ορείχαλκων τα δύο που αναφέρθηκαν, στα οικόπεδα Μυλωνά και Τζεδάκη, είναι τα πιο σημαντικά και ίσως τα μοναδικά αρχαιολογικά ευρήματα που σχετίζονται άμεσα με τον Κολοσσό. Ο G. Zimmer καταλήγει ότι «… είναι εκείνα που δίνουν τις πιο σημαντικές πληροφορίες απ’ όλα τα ευρήματα της Ρόδου. Επειδή και τα δύο λειτουργούσαν από το 300 ως το 275 π.Χ., μας δίνουν μια συγκεκριμένη εικόνα της τεχνολογίας των εργαστηρίων ορείχαλκου την εποχή της κατασκευής του Κολοσσού. Μπορούμε μάλιστα να ισχυριστούμε ότι το μοντέλο χύτευσης του Κολοσσού στηρίζεται άμεσα στην εμπειρία από άλλα μνημειακά ορειχάλκινα αγάλματα. Άλλα επτά εργαστήρια στη Ρόδο συμπληρώνουν την εικόνα του τεχνικού αυτού κλάδου που ανθούσε στην Ελληνιστική περίοδο και κατέλαβε ηγετική θέση στην Ελλάδα».

Θεωρώ λογικό n θέση των δύο χυτηρίων να μην απείχε πολύ από τη θέση όπου στήθηκε ο Κολοσσός. Φυσικά δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε την τοποθεσία που στήθηκε το άγαλμα, όμως είναι ευνόητο ότι ο κατασκευαστής του θα είχε τοποθετήσει τα χυτήριά του σε πολύ κοντινή περιοχή και απόσταση από το εργοτάξιο, μειώνοντας έτσι στο ελάχιστο τα προβλήματα μεταφοράς των τμημάτων που είχαν χυτευθεί. Άρα οι αρχαιολόγοι πρέπει να επικεντρωθούν στις γύρω από τα χυτήρια περιοχές για να εντοπίσουν την πιθανή θέση του Κολοσσού.

ΣΤ) Πώς καταστράφηκε και τι απέγινε

Η μοίρα στάθηκε άδικη γι’ αυτό το θαύμα της καλλιτεχνικής και τεχνολογικής δεινότητας των ελληνιστικών χρόνων, αφού «έζησε» παραμένοντας όρθιο λιγότερο από 60 χρόνια, το μικρότερο χρονικό διάστημα ζωής από όλα τα Επτά Θαύματα. Αυτή η σύντομη διάρκεια ζωής του αγάλματος ήταν πιθανότατα η αιτία που ο Κολοσσός δεν αποτυπώθηκε σε νομίσματα της εποχής, κάτι που διαφορετικά θα συνέβαινε με βεβαιότητα. Οι αναπαραστάσεις των νομισμάτων θα μας έδιναν μια ιδέα για την όψη του αγάλματος όπως συνέβη με τα άπειρα νομίσματα που αναπαριστούν το Φάρο της Αλεξάνδρειας.

Το 227 π.Χ., στη διάρκεια ενός καταστρεπτικού σεισμού, μεγέθους 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, η πόλη της Ρόδου σχεδόν ισοπεδώθηκε, γκρεμίστηκε μεγάλο μέρος των τειχών και του ναυστάθμου της, ενώ το περίφημο άγαλμα έσπασε στα γόνατα και έπεσε στη γη προς τα εμπρός (μαρτυρία Φίλωνος }. Το σεισμό αναφέρουν ο Παυσανίας (Κορινθ. 2.7), ο Πολύβιος (Βιβλ. 5.88) και ο Στράβων που σημειώνει: «Άριστα δε ό τε του Ηλίου κολοσσός, ον φησιν ο ποιιήσας το ιαμβείον ότι επτάκις δέκα Χάρης εποίει πήχεων ο Λίνδιος. Κείται δε νυν υπό σεισμού πεσών περικλασθείς από των γονάτωv ουκ ανέστησαν δ’ αυτόν κατά τι λόγιον. Τούτο τε δη των αναθημάτων κράτιστον (των γουν επτά θεαμάτων ομολογείται}» (ΙΔ 652). Ο Στράβων, γράφοντας, βέβαια, 200 χρόνια περίπου μετά το γεγονός, αντιγράφει τον Φίλωνα, ενώ ο Πολύβιος, που γεννήθηκε γύρω στο 200 π.Χ. και άρα πιο κοντά στα γεγονότα χρονολογικά, αναφέρει ότι το άγαλμα είχε δημιουργήσει μεγάλη εντύπωση σε όλους τους λαούς. Συνέπεια αυτής της φήμης ήταν το εξής γεγονός ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, σύμμαχος των Ροδίων, έστειλε πολύτιμα δώρα και βοήθεια στους Ροδίους μετά το σεισμό ώστε να τους βοηθήσει να ξαναχτίσουν την πόλη τους. Επί πλέον δήλωσε ότι θα τους χάριζε 3.000 τάλαντα αν ήθελαν να ξαναφτιάξουν τον Κολοσσό σε διαστάσεις μεγαλύτερες (Πολύβιος, V, 89). Το ποσό των 3.000 ταλάντων ήταν υπέρογκο για την εποχή – γνωρίζουμε ότι ο γίγαντας είχε κοστίσει 300 τάλαντα (ή 800) -, αλλά οι Ρόδιοι αρνήθηκαν λέγοντας ότι ο θεός Ήλιος δεν ήθελε να ξανακατασκευαστεί το άγαλμά του, όπως τους είχε διαμηνύσει μέσω κάποιου χρησμού (Στράβων, XIV, 2).

Γνωρίζουμε ότι συνέβησαν και άλλοι μεγάλοι σεισμοί στη Ρόδο, όπως αυτός του 142 μ.Χ., 7,0 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, καθώς και αυτοί των ετών 344, 477, 516 μεγέθους 6,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ενώ αυτός του 1303- 1304 των 8,0 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ ισοπέδωσε ολόκληρη την πόλη της Ρόδου.

Ο Κολοσσός καταδικάστηκε να παραμείνει εκεί που βρισκόταν, ραγισμένος και συντριμμένος, για μεγάλο χρονικό διάστημα, έως το δωδέκατο χρόνο της βασιλείας του αυτοκράτορα Κώνστα (653 μ.Χ.), δηλαδή για εννέα περίπου αιώνες. Είναι σίγουρο ότι οι σεισμοί που αναφέρθηκαν (εκτός του τελευταίου) θα επέφεραν και άλλα καταστρεπτικά χτυπήματα στο άγαλμα σπάζοντάς το σε περισσότερα κομμάτια. Η συνέχεια ήταν πιο οδυνηρή. Το 654 ο αραβικός στόλος του μουσουλμάνου εμίρη της Δαμασκού Μωαβία Α’ κατέκτησε τη Ρόδο και ολοκλήρωσε την καταστροφή του Κολοσσού πουλώντας τα τμήματα που σώζονταν έως τότε σ’ έναν εβραίο έμπορο από την Έδεσσα της βόρειας Συρίας (τη σημερινή Ούρφα της νοτιοανατολικής Τουρκίας). Λέγεται ότι ο Εβραίος χρειάστηκε 900 καμήλες για να μεταφέρει τα κομμάτια του Κολοσσού, αριθμός αρκετά λογικός αν σκεφτούμε ότι κάθε καμήλα μπορεί να _μεταφέρει 250 κιλά φορτίου (900χ250 (το περισσότερο) κιλά= 225.000 κιλά ή 225 τόνους περίπου, βάρος λογικό για τέτοιο άγαλμα).

Έτσι άδοξα, 934 χρόνια μετά την κατασκευή του, ο θεός Ήλιος πήρε το δρόμο προς το χυτήριο• όμως η δόξα τον είχε ήδη κάνει αθάνατο.