Γράφει o ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΟΥΛΤΑΝΗΣ
Τον Σεπτέμβριο του 2002 άνοιξε τις πύλες της η νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, 1.360 χρόνια έπειτα από την οριστική διακοπή της λειτουργίας της αρχαίας βιβλιοθήκης, μιας από τις φωτεινότερες εστίες πολιτισμού που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Στόχος του νέου ιδρύματος, που η δημιουργία του υπήρξε καρπός των προσπαθειών της UNESCO, της αιγυπτιακής κυβέρνησης και πολυάριθμων χορηγών από όλο τον κόσμο, είναι να αναδειχθεί σε πεδίο διαλόγου και συνάντησης των πολιτισμών, αλλά και να συντελέσει ώστε η Αλεξάνδρεια να ανακτήσει τη θέση της ως μεγάλο διεθνές πολιτισμικό κέντρο.
H αρχαία Bιβλιοθήκη. Οι απαρχές
H ίδρυση βιβλιοθηκών και αρχείων μαρτυρείται για πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τη Συρία, τη Μικρά Ασία, ο χαρακτήρας τους όμως ήταν τοπικός. Αποσκοπούσαν στη διατήρηση της πνευματικής κληρονομιάς που συνδεόταν με τον κάθε επιμέρους πολιτισμό. Στον ελληνικό χώρο οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη αναγνωστικού κοινού ανάγονται μόλις στον 6ο – 5ο π.Χ. αιώνα. Ο Αθήναιος (1.4) παραδίδει ότι ο Πολυκράτης της Σάμου και ο Πεισίστρατος κατείχαν συλλογές βιβλίων, κάλλιστα όμως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι αποδίδει στους δύο τυράννους χαρακτηριστικά του καλλιεργημένου ηγεμόνα της Ελληνιστικής Περιόδου. Τον 4ο π.Χ. αιώνα ο Αριστοτέλης (Ρητορική 1413 β12) αναφέρεται σε αναγνωστικούς συγγραφείς, δηλαδή σε συγγραφείς που τα έργα τους προορίζονταν για ανάγνωση, ονοματίζοντας τον δραματουργό Χαιρήμονα και τον λυρικό ποιητή Λικύμνιο.
Ο Στράβων (13.1.54) μας πληροφορεί ότι ο πρώτος κάτοχος συλλογής βιβλίων ήταν ο Αριστοτέλης, κι ότι αυτός δίδαξε τους βασιλείς της Αιγύπτου τον τρόπο οργάνωσης μιας βιβλιοθήκης. Αυτό υποδηλώνει ότι η πρώτη βιβλιοθήκη με αξιόλογη οργανωτική δομή τέτοια που να ανταποκρίνεται στις μεθόδους της αριστοτελικής έρευνας, ιδρύθηκε στο Λύκειο, τη σχολή του Αριστοτέλη, και αυτή αποτέλεσε πρότυπο για την ίδρυση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η Αθήνα, το κορυφαίο πνευματικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, απέκτησε την πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη της μόλις τον 2ο π.Χ. αιώνα.
Η δημιουργία μιας οικουμενικής βιβλιοθήκης, που να υπερβαίνει τα όρια της ιδιωτικής και της τοπικής σφαίρας και να συγκεντρώνει το απόσταγμα της γνώσης όλης της οικουμένης, υπήρξε απόρροια των κοσμοϊστορικών αλλαγών που επέφεραν οι εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από το 334 π.Χ. ως τον πρόωρο θάνατό του το 323 π.Χ. Ο σκοπός αυτών των εκστρατειών δεν ήταν αποκλειστικά επεκτατικός. Ο Αλέξανδρος επεδίωξε να εξερευνήσει τις χώρες που κατακτούσε, επιφορτίζοντας τους στρατηγούς του και τους λογίους που τον συνόδευαν να συντάσσουν λεπτομερείς αναφορές για περιοχές ως τότε αχαρτογράφητες και άγνωστες. Τους λαούς της Ανατολής δεν τους θεωρούσε κατώτερους των Ελλήνων, γι’ αυτό και προέτρεψε τους στρατηγούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν γυναίκες από την Περσία και την Ινδία.
Το επιστημονικό έργο που εκπονήθηκε με πρωτοβουλία του Αλέξανδρου έδωσε το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου στροφή στην καλλιέργεια της επιστημονικής έρευνας και κυρίως στη μελέτη των φυσικών επιστημών. Ένα νέο κεφάλαιο άνοιγε για τον ανθρώπινο πολιτισμό, που το σηματοδοτεί η ίδρυση της Μεγάλης Βιβλιοθήκης και του Μουσείου στην Αλεξάνδρεια, την πόλη που ίδρυσε το 331 ο Αλέξανδρος ως νέα πρωτεύουσα της Αιγύπτου.
Η Ίδρυση της Βιβλιοθήκης
Mετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου η αχανής διαμοιράστηκε μεταξύ των τρατηγών του, των διαδόχων. Η σατραπεία της Αιγύπτου περιήλθε στον Πτολεμαίο, γιο του Λάγου, ο οποίος το 305 π.Χ. έλαβε τον τίτλο του βασιλέως και έμεινε στην ιστορία ως Πτολεμαίος Α’ ο Σωτήρ. Το 297 π.Χ. ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, μετά την έκπτωσή του από την εξουσία της Αθήνας, αναζήτησε καταφύγιο στην αυλή του Πτολεμαίου και πολύ σύντομα αναδείχθηκε σε έμπιστο σύμβουλο του βασιλιά. Η επιρροή του Δημητρίου, παλαιού μαθητή του Θεόφραστου και γνωστού φιλοσόφου, υπήρξε καθοριστική σε ό,τι αφορά την απόφαση του Πτολεμαίου να στηρίξει ενεργά τις τέχνες και τις επιστήμες. Η συνάντηση του αριστοτελικού πνεύματος με τη μεγαλοπρέπεια των Λαγιδών, διασφάλισαν στην Αλεξάνδρεια την πρωτοκαθεδρία σε όλους σχεδόν τους επιστημονικούς τομείς μέχρι το λυκόφως της Αρχαιότητας.
Το 295 π.Χ. ο Πτολεμαίος ανέθεσε στον Δημήτριο τον Φαληρέα την ευθύνη της ίδρυσης του Μουσείου, του πρώτου αυθεντικού επιστημονικού ιδρύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Επρόκειτο για ένα ινστιτούτο έρευνας που διέθετε εργαστήρια, επιστημονικές συσκευές, ζωολογικό κήπο (παράδεισος), αστεροσκοπείο και αναγνωστήρια. Ζωτικής σημασίας τμήμα του Μουσείου ήταν η Βιβλιοθήκη (γνωστή ως η εντός, του Βρουχείου, Βασιλική ή του Μουσείου) η οποία δεν ήταν ανοικτή στο κοινό αλλά ήταν προσιτή μόνο στους λογίους. Διέθετε πολυάριθμες αίθουσες με ερμάρια για τα βιβλία και δωμάτια για τους αντιγραφείς και τους καλλιτέχνες που αντέγραφαν και προετοίμαζαν τους κυλίνδρους. Οι επιστήμονες του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης ήταν δυνατόν να έχουν κάποιους μαθητές, δεν ήταν όμως υποχρεωμένοι να παραδίδουν μαθήματα, αφιερώνοντας έτσι όλο σχεδόν τον χρόνο τους στην έρευνα. Μισθοδοτούνταν απευθείας από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, και τα συμπόσιά τους, στα οποία συμμετείχαν οι ίδιοι οι Πτολεμαίοι, αποτελούσαν συστατικό στοιχείο της ακαδημαϊκής ζωής? σε αυτά συζητούνταν προβλήματα τα οποία κάθε φορά τα έθεταν οι μισοί συνδαιτυμόνες, οι ενστατικοί, ενώ τις απαντήσεις επιχειρούσαν να δώσουν οι άλλοι μισοί, οι λυτικοί.
H συλλογή των βιβλίων
Από το αρχαιότερο σωζόμενο κείμενο που αναφέρεται στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, την Επιστολή του Αριστέα, πληροφορούμαστε ότι ο Πτολεμαίος έθεσε στη διάθεση του Δημητρίου του Φαληρέως άφθονους πόρους ώστε «να συγκεντρώσει, εφόσον ήταν δυνατόν, όλα τα βιβλία του κόσμου». Αναμφίβολα, στη Βιβλιοθήκη συγκεντρώθηκε το σύνολο της ελληνικής γραμματείας. Σύμφωνα με τις πηγές, ο Πτολεμαίος Β’ ο Φιλάδελφος (285-246 π.Χ.) αγόρασε τη βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου την εποχή που επικεφαλής του Λυκείου στην Αθήνα ήταν ο πρώην παιδαγωγός του, ο Στράτων.
Για τη συλλογή βιβλίων εφαρμοζόταν κάθε δυνατή μέθοδος. Κατ’ αρχάς αγοράζονταν βιβλία από πολλές περιοχές του ελληνικού κόσμου, κυρίως από την Αθήνα και τη Ρόδο, που αποτελούσαν τις μεγαλύτερες αγορές βιβλίων της εποχής. Ακόμη και στα πλοία που προσέγγιζαν το λιμάνι της Αλεξάνδρειας γινόταν έρευνα και, στην περίπτωση που εντοπιζόταν κάποιο βιβλίο, μεταφερόταν στη Βιβλιοθήκη όπου αποφασιζόταν αν θα το επέστρεφαν στον κάτοχο ή θα το κατακρατούσαν και θα απέδιδαν στον κάτοχο ένα αντίγραφο, μαζί με την απαραίτητη αποζημίωση. Όμως οι Πτολεμαίοι μετέρχονταν και αθέμιτα μέσα για να αποκτήσουν πολύτιμα πρωτότυπα κείμενα. Τα πρωτότυπα χειρόγραφα των έργων των μεγάλων Ελλήνων τραγικών, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, φυλάσσονταν ως κόρη οφθαλμού στα δημόσια αρχεία της Αθήνας και δεν επιτρεπόταν ούτε και ο δανεισμός τους. Όμως ο Πτολεμαίος Γ’ κατάφερε να πείσει τους ηγέτες των Αθηναίων να του δανείσουν τα χειρόγραφα για να εκπονήσει αντίγραφά τους, καταθέτοντας ως εγγύηση στην Αθήνα το τεράστιο ποσό των 15 ασημένιων ταλάντων. Εντέλει ο βασιλιάς κράτησε τα πρωτότυπα και έστειλε πίσω αντίγραφα, καταπατώντας έτσι τις δεσμεύσεις του.
Πέρα από την ελληνική γραμματεία, που αποτελούσε το μεγαλύτερο τμήμα της βιβλιοθήκης, το ίδρυμα διέθετε ένα πλήρες corpus αιγυπτιακών αρχείων (ο Αιγύπτιος ιερέας Μανέθων, τον οποίο ο Πτολεμαίος Α’ συμβουλεύτηκε πριν υιοθετήσει τον Σέραπι ή Σάραπι ως επίσημη θεότητα της δυναστείας του, συνέταξε μια πλήρη αιγυπτιακή ιστορία στα ελληνικά), αιγυπτιακά εγχειρίδια αστρονομίας, καθώς και κείμενα προερχόμενα από άλλα έθνη (ζωροαστρικά και βουδιστικά κείμενα, τη βαβυλωνιακή ιστορία του Βηρωσσού κ.ά.). Στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας εκπονήθηκε και η μετάφραση, από τα μέσα του 3ου ως τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, της εβραϊκής Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα από τους Εβδομήκοντα, για τις ανάγκες της πολυπληθούς εξελληνισμένης ιουδαϊκής κοινότητας της Αλεξάνδρειας.
Πενήντα χρόνια μετά την ίδρυσή της η Βασιλική Βιβλιοθήκη είχε ήδη κορεστεί, και έγινε επιτακτική η ανάγκη οικοδόμησης ενός παραρτήματος. Η θυγατρική αυτή βιβλιοθήκη οικοδομήθηκε από τον Πτολεμαίο Γ’ τον Ευεργέτη (246-221 π.Χ.) στην αιγυπτιακή συνοικία της Αλεξάνδρειας, στο νότιο τμήμα της, σε αντίθεση με τη Βασιλική Βιβλιοθήκη, η οποία βρισκόταν στο συγκρότημα των ανακτόρων. Έγινε γνωστή ως η εκτός ή Ρακώτις (από την ονομασία του προαστίου) ή η του Σεραπείου, καθώς συνδεόταν με τον ναό του Σέραπι.
Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των βιβλίων που φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη ποικίλλουν. Στην Επιστολή του Αριστέα παραδίδεται ότι, την εποχή των δύο πρώτων Πτολεμαίων, η Βιβλιοθήκη διέθετε περισσότερα από 200.000 βιβλία, ενώ ο Τζέτζης, ο οποίος βασίζεται σε αρχαία πηγή, αναφέρει (προλεγόμενα στον Πλούτο του Αριστοφάνη) ότι «η εκτός διέθετε 42.000 βιβλία, ενώ η των ανακτόρων (η Βασιλική) 400.000 συμμιγή και 90.000 αμιγή βιβλία». Μεταξύ 2ου και 4ου μ.Χ. αιώνα παραδίδεται η πληροφορία ότι ο αριθμός των βιβλίων ανερχόταν σε 700.000. Σε ό,τι αφορά τους όρους που χρησιμοποιεί ο Τζέτζης, τα αμιγή ή απλά βιβλία ήταν κύλινδροι που περιείχαν ένα μόνο σύγγραμμα ή βιβλίο, ενώ τα συμμιγή ή σύμμεικτα βιβλία ήταν κύλινδροι με περισσότερα του ενός βιβλία του ίδιου έργου ή με έργα περισσότερα του ενός. Ο μεγάλος αριθμός των τόμων της Βιβλιοθήκης εξηγείται και από την ύπαρξη διπλών και τριπλών αντιγράφων, που ήταν απαραίτητα για τη σύνταξη κριτικών εκδόσεων, αλλά και για να διευκολύνεται ο δανεισμός βιβλίων από τη θυγατρική βιβλιοθήκη.
Διευθυντές (βιβλιοθηκάριοι) της βιβλιοθήκης διετέλεσαν μεγάλες μορφές λογίων, με πρώτο χρονολογικά τον Ζηνόδοτο τον Εφέσιο (περ. 325-260 π.Χ.), ο οποίος ανέλαβε την πρώτη ταξινόμηση και διόρθωση των βιβλίων, με βοηθούς τον Αλέξανδρο τον Αιτωλό και τον Λυκόφρονα τον Χαλκιδέα. Ακολούθησαν ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος, ιδρυτής της επιστημονικής γεωγραφίας, ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, ο αρχηγέτης της φιλολογικής επιστήμης, ο γραμματικός Απολλώνιος ο Ειδογράφος καθώς και ο Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ, εκδότης του Ομήρου. Μεγάλης σημασίας υπήρξε το έργο του Καλλίμαχου του Κυρηναίου (περ. 310-240 π.Χ.), του επιφανέστερου ποιητή και λογίου επί Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου. Ο Καλλίμαχος συνέταξε τους Πίνακες, μια βιβλιογραφική επισκόπηση των περιεχομένων της Βιβλιοθήκης σε όλους τους τομείς του επιστητού. Σύμφωνα με τα λιγοστά αποσπάσματα που σώζονται, ο Καλλίμαχος διαίρεσε τα έργα της στους εξής τομείς: ρητορική, νομική, έπος, τραγωδία, κωμωδία, λυρική ποίηση, ιστορία, ιατρική, μαθηματικά, φυσική επιστήμη και ανάλεκτα. Πέρα από τους προαναφερθέντες λογίους, στη Βιβλιοθήκη εργάστηκαν μεγάλες μορφές όπως ο αστρονόμος Ίππαρχος, ο μαθηματικός Ευκλείδης, ο γραμματικός Διονύσιος ο Θραξ, που η συμβολή του στη μελέτη της γλώσσας είναι αντίστοιχη με τη συμβολή του Ευκλείδη στην πρόοδο της γεωμετρίας, ο γιατρός Ηρόφιλος, που προσδιόρισε ως έδρα της σκέψης τον εγκέφαλο και όχι την καρδιά, ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς, ο πρώτος που μελέτησε τις αυτόματες μηχανές, ο μαθηματικός Απολλώνιος ο Περγαίος, που κατέδειξε τη μορφή των κωνικών τομών, ο Αρχιμήδης, η μεγαλύτερη τεχνική ιδιοφυΐα μέχρι τον Λεονάρντο ντα Βίντσι, καθώς και ο αστρονόμος και γεωγράφος Πτολεμαίος, που το γεωκεντρικό του σύστημα παρέμεινε σε ισχύ για 1.500 χρόνια.
Tο τέλος της Bιβλιοθήκης
Επί αιώνες στα πανεπιστήμια της Ευρώπης ακουγόταν ο θρύλος που εμφανίστηκε την εποχή των Σταυροφοριών πως την περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας την κατέστρεψαν τα στίφη του Άραβα στρατηγού Αμρ ιμπν Αλ-Ας, όταν το 642 μ.Χ. οι Άραβες κατέλαβαν την Αίγυπτο, και ότι ο Άραβας στρατηλάτης χρησιμοποίησε μάλιστα τα βιβλία της ως καύσιμο στα λουτρά της πόλης. Όμως οι Άραβες ποτέ δεν θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη Βιβλιοθήκη, για τον απλό λόγο ότι η Βιβλιοθήκη είχε ήδη προ πολλού καταστραφεί.
Το 48 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ ενεπλάκη στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της Κλεοπάτρας και του αδελφού της Πτολεμαίου ΙΓ’, τασσόμενος με το μέρος της Κλεοπάτρας. Το 47 π.Χ., πολιορκημένος από ξηρά και θάλασσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας από τις πτολεμαϊκές δυνάμεις, έδωσε εντολή να πυρποληθεί ο ίδιος του ο στόλος, ή ο πτολεμαϊκός στόλος, συνολικά 70 περίπου πλοία αγκυροβολημένα στον Μεγάλο Ανατολικό Λιμένα. Πολύ γρήγορα όμως η φωτιά επεκτάθηκε στο λιμάνι και έφτασε στα ανάκτορα, καταστρέφοντας τη Μεγάλη Βιβλιοθήκη. Στην περίπτωση αυτή, αχίλλειος πτέρνα για την εξάπλωση της φωτιάς υπήρξε το ίδιο το πολεοδομικό σχέδιο της Αλεξάνδρειας. Ο Ρόδιος αρχιτέκτονας Δεινοκράτης σχεδίασε την πόλη με τρόπο ώστε να αναπτύσσεται παράλληλα προς την ακτή και με κάθετους οδικούς άξονες προς αυτή, ώστε τα καλοκαιρινά μελτέμια να εισχωρούν στον ιστό της και να τη δροσίζουν τις θερμές περιόδους του θέρους. Αυτός ακριβώς ο αριστοτεχνικός σχεδιασμός της πόλης διευκόλυνε τις φλόγες να επεκταθούν στο ανακτορικό συγκρότημα και να κατακάψουν τη Βασιλική Βιβλιοθήκη. Ό,τι απέμεινε από αυτή μεταφέρθηκε στη θυγατρική βιβλιοθήκη. Ο Δομιτιανός (81-96) έλαβε την πρωτοβουλία να ανοικοδομήσει τις βιβλιοθήκες της αυτοκρατορίας, ανάμεσά τους και της Αλεξάνδρειας, όμως η πόλη καταστράφηκε δύο φορές από τον Καρακάλλα (211-217) και τον Βαλεριανό (253), ενώ το 269 ακολούθησε το καταστροφικό πέρασμα της Ζηνοβίας, βασίλισσας της Παλμύρας, και το 273 η ολοκληρωτική καταστροφή του Βρουχείου από τον Αυρηλιανό. Τότε και οι τελευταίοι Έλληνες σοφοί του Μουσείου κατέφυγαν στο Σεραπείο, ενώ πολλοί μετανάστευσαν στο Βυζάντιο.
Η Βιβλιοθήκη του Σεραπείου εξακολούθησε να λειτουργεί, εμπλουτισμένη μάλιστα και από τους 200.000 κυλίνδρους που είχε αποσπάσει ο Μάρκος Αντώνιος από τη Βιβλιοθήκη της Περγάμου για να τους δωρίσει στην αγαπημένη του Κλεοπάτρα. Το θανάσιμο πλήγμα για τη θυγατρική βιβλιοθήκη επρόκειτο να επέλθει το 391, όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ εξέδωσε διάταγμα για το κλείσιμο των ειδωλολατρικών ναών. Το έτος εκείνο, με υποκίνηση του μονοφυσίτη πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλου (385-412), ο χριστιανικός όχλος, με επικεφαλής τον ίδιο τον πατριάρχη, πυρπόλησε το Σεραπείο και αφάνισε ό,τι είχε σωθεί από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Στο σημείο εκείνο, στον λόφο της Ρακώτιδος, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος έδωσε εντολή να υψωθεί ο Κίονας του Θεοδοσίου ή του Αρκαδίου, σε ανάμνηση του «θριάμβου του Χριστιανισμού». Τον 6ο αιώνα η Αλεξάνδρεια ταλανίστηκε από βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ το 619 οι Πέρσες κατέστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη. Έτσι, όταν το 642 κατέλαβαν την πόλη οι Άραβες, τα ίχνη της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας είχαν προ πολλού χαθεί.
Η καταστροφή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας υπήρξε πλήγμα για τον ανθρώπινο πολιτισμό στο σύνολό του, καθώς μαζί της ενταφιάστηκε ένα μεγάλο μέρος των ίδιων του των δημιουργημάτων? χρειάστηκαν αιώνες ωσότου η επιστήμη ανακτήσει το χαμένο έδαφος. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι από τα 123 δράματα του Σοφοκλή που φυλάσσονταν στη Βιβλιοθήκη σώθηκαν μόλις επτά, ενώ ανάλογος είναι και ο αριθμός των σωζόμενων έργων και των άλλων μεγάλων Ελλήνων τραγικών. Ίσως το ανεπανάληπτο αυτό πνευματικό ίδρυμα υπήρξε στην πραγματικότητα θύμα της μοναδικότητάς του.
H νέα Bιβλιοθήκη
Η νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, που άνοιξε τις πύλες της το 2002, οικοδομήθηκε με την προσδοκία να αποτελέσει μια νέα κιβωτό γνώσης και μια οικουμενική εστία έρευνας και διαλόγου. Η θέση της βρίσκεται στον ανατολικό λιμένα της πόλης, κοντά στο σημείο όπου βρισκόταν και η αρχαία Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό στη σύλληψή του κτίριο έργο του νορβηγικού αρχιτεκτονικού γραφείου Snohetta, των αρχιτεκτόνων που σχεδίασαν και την περίφημη Όπερα του Σύδνεϋ, με επικλινή γυάλινη οροφή, που στα μάτια του θεατή μοιάζει με ηλιακό δίσκο ο οποίος αναδύεται από το έδαφος, παραπέμποντας έτσι στην αέναη ανατολή του ηλίου, ζωτικού στοιχείου του αρχαίου αιγυπτιακού πολιτισμού. Καλύπτει ένα χώρο 45.000 τετραγωνικών μέτρων και στο εσωτερικό του αναπτύσσεται σε 11 ορόφους, στους οποίους κατανέμονται οι επιμέρους τομείς της.
Κατά τα επίσημα εγκαίνιά της διέθετε ήδη 400.000 τόμους (με προοπτική να φτάσουν τα 8.000.000) ανάμεσά τους 10.000 σπάνια χειρόγραφα και σπάνιες εκδόσεις, τρία μουσεία (Επιστήμης, Καλλιγραφίας και Αρχαιολογικό), πλανητάριο, καθώς και σημαντική οπτικοακουστική υποδομή. Το κεντρικό αναγνωστήριο, μια υπόστυλη αίθουσα εμπνευσμένη από τη φαραωνική αρχιτεκτονική, είναι η μεγαλύτερη αίθουσα ανάγνωσης στον κόσμο. Στον τοίχο από γρανίτη που περιβάλλει το κτίριο έχουν χαραχθεί δείγματα από όλες τις μορφές γραφής που είναι γνωστές στον κόσμο. Η πόλη της Αλεξάνδρειας ανακτά ένα από τα ιστορικά και εμβληματικά της σύμβολα. Αν θα ανακτήσει την πολιτισμική ακτινοβολία του λαμπρού της παρελθόντος, αυτό είναι ένα στοίχημα που θα κριθεί από τη βούληση της παγκόσμιας κοινότητας να αναδείξει την αναγκαιότητα της συνάντησης των λαών και των πολιτισμών με κριτήρια τις αρχές στις οποίες στηρίχτηκε το πολιτισμικό θαύμα της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας, τη δίψα για τη γνώση, την πίστη στον ορθό λόγο και την αποδοχή του Άλλου.
Bιβλιογραφία
- Ε.Α. Parsons, The Alexandrian Library, Amsterdam 1952.
- Pablo de Jevenois, «El fin de la gran biblioteca de Alejandrίa: La leyenda imposible», Revista de arqueologia, an~o XXI, no 230, Μαδρίτη.
- Κ.Ι. Βουρβέρης, Εισαγωγή εις την αρχαιογνωσίαν και την κλασσικήν φιλολογίαν, Αθήναι 1967. The Oxford Classical Dictionary, 2η έκδ., Οξφόρδη 1970.
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα, «Αλεξάνδρεια» (τόμ. 6), «Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας» (τόμ. 14)